ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΓΓΕΛΟΥΔΙΑ

ΔΕΝ ΕΙΜΑΣΤΕ ΑΓΓΕΛΟΥΔΙΑ

Συγγραφέας: ΜΠΕΛΕΖΙ ΜΑΤΙΕ
Μετάφραση: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Εκδόθηκε: 14/06/2024
ISBN: 978-618-5400-54-5
Σελίδες: 136

€11.45 €12.72

Το Δεν είμαστε αγγελούδια αφηγείται τη μοίρα μιας χούφτας γάλλων αποίκων και στρατιωτών που εγκλωβίστηκαν στην κόλαση του εποικισμού της Αλγερίας, τον 19ο αιώνα. Η φωνή μιας γυναίκας κι ενός στρατιώτη αποδίδουν σ’ αυτό το σύντομο μυθιστόρημα την αντίφαση και την τραγικότητα της κατάκτησης μιας ελεύθερης χώρας της βόρειας Αφρικής από τη Γαλλία.
«Οι Άραβες βγάζουν από ένα γιαταγάνι και μας ρίχνονται ουρλιάζοντας […] μα τι νομίζουν τα τέκνα του Μωάμεθ; πως θα μας φοβίσουν; […] οριζοντιώνουμε αμέσως τα τουφέκια, βυθίζουμε στην κοιλιά τους την κοφτερή λάμα που ’χουν οι ξιφολόγχες μας και πετσοκόβουμε αυτές τις μουσουλμάνικες κοιλιές, τις τρυπάμε, τις ξεντεριάζουμε, τις κάνουμε πολτό, ενόσω γύρω μας κραυγές και […] τρέχει το αίμα…
     Είν’ αλήθεια δεν είμαστε αγγελούδια, μα χρειάζονται αγγελούδια για να ειρηνεύσουμε αυτές τις χώρες της Μπαρμπαριάς;
     «Όχι, κύριε λοχαγέ, δε χρειάζονται αγγελούδια! χρειάζονται μόνο στρατιώτες, στρατιώτες που να μη φοβούνται τίποτα!»
 
Σε μια χώρα όπως η Γαλλία, η δημοφιλία του Μπελεζί είναι μια ένδειξη πως, ίσως, οι καιροί έχουν αρχίσει ν’ αλλάζουν.
Constant Méheut, The New York Times
 
Μια ανατρεπτική σύνοψη της αποικιοκρατικής ουτοπίας. Ένα συγκλονιστικό μυθιστόρημα.
Florent Georgesco, Le Monde des livres
 
Μια πολύ όμορφη και δυνατή φωνή. Μια εποποιία της ανθρώπινης παράνοιας κι ένας λυρισμός μιας άλλης εποχής.
Jérôme Garcin, Le Nouvel Observateur
 
Ένα κείμενο χωρίς σχεδόν καθόλου στίξη, σαν ουρλιαχτό. Μια πολύ έντονη εμπειρία ανάγνωσης.
Pauline Paccard, France 24

 
 

  Στο καλαθι βιβλια




(ΒΑΡΙΑ ΔΟΥΛΕΙΑ)

 

Έκλαψα
δεν μπόρεσα να μην κλάψω όταν φτάσαμε και είδαμε τη γη που θα μας έδιναν να την καλλιεργήσουμε
παναγιά παρθένα μου
ταξιδεύαμε μέρες ολόκληρες, κατεβήκαμε τον Σηκουάνα και τον Σον, και μετά τον Ροδανό πάνω σε μαούνες που τις έσερναν βραδυκίνητα άλογα, πιστέψτε με, ενόσω οι άνδρες όταν σταματούσαμε στους υδατοφράκτες έτρεχαν και μπεκρούλιαζαν στα καπηλειά κι εμείς οι καημένες οι γυναίκες εκμεταλλευόμασταν αυτή τη στάση για να πλύνουμε ασπρόρουχα και να λούσουμε τα παιδιά μας, μέρες ολόκληρες σας λέω, ώσπου κάποια στιγμή αντικρίσαμε τη θάλασσα, τη θάλασσα και το εκτυφλωτικό της φως που κυμάτιζε σαν σημαία πάνω απ’ το λιμάνι της Μασσαλίας
παναγιά παρθένα μου
και μας πέταξαν σ’ ένα λαζαρέτο εμάς τους αφελείς αποίκους, κι ήμαστε καμιά πεντακοσαριά εκεί μέσα, καμιά πεντακοσαριά και η φρεγάτα Labrador δεν ήταν στην προκυμαία και χρειάστηκε να περιμένουμε μια βδομάδα γεμάτη, καμιά πεντακοσαριά και ξεγελούσαμε την ανυπομονησία μας τριγυρίζοντας στους δρόμους της Μασσαλίας, αράζοντας στα υπαίθρια τραπεζάκια των cafés που τα ’δερνε ο μαΐστρος, γλείφοντας τις βιτρίνες στα καταστήματα νεωτερισμών ώσπου να μας ανακοινώσουν την άφιξη του πλοίου κι ότι επιτέλους μπορούσαμε να επιβιβαστούμε με τα μπαγκάζια μας κι ένα χαμό έπιπλα και κουζινικά
παναγιά παρθένα μου
μέρες και νύχτες το ταξίδι πάνω σ’ αυτό το Labrador που κουνούσε σαν καρυδότσουφλο, κρατώντας την κοιλιά μας και ξερνώντας τ’ άντερά μας, πριν πατήσουμε τη γη της Αλγερίας κι ακούσουμε τα ωραία λόγια ενός ταγματάρχη
«Να είστε βέβαιοι, άξιοι άνθρωποι που συγκεντρωθήκατε εδώ, ότι η κυβέρνηση της Δημοκρατίας θα σας φροντίσει όπως φροντίζει ένας πατέρας τα παιδιά του. Ανά πάσα στιγμή, μέρα και νύχτα, θα είναι εδώ για να σας δίνει χείρα βοηθείας. Ό,τι κι αν τυχόν συμβεί, μη χάσετε την ελπίδα σας στην κυβέρνηση της Δημοκρατίας. Τα μάτια της είναι ορθάνοιχτα, καθώς και τ’ αυτιά της για το παραμικρό σας παράπονο, και θα κάνει ό,τι μα ό,τι μπορεί ώστε η σκληρή δουλειά καθενός από σας ν’ ανταμειφθεί δίκαια. Γιατί εσείς είστε η δύναμη, το μυαλό, το νέο αίμα που βράζει και που τόσο το ’χει ανάγκη η Γαλλία σ’ αυτά τα χώματα της Μπαρμπαριάς. Και γιατί αυτή η δύναμη, αυτό το μυαλό κι αυτό το νέο αίμα είναι πολύτιμα όσο τίποτ’ άλλο»
τα ωραία, συγκινητικά λόγια που, εννοείται, τα διαδέχθηκαν τυμπανοκρουσίες και χειροκροτήματα
«Ζήτω η Γαλλία! Ζήτω η Γαλλία!»
και μετά χωριστήκαμε σε δύο ομάδες για να πάμε το ταχύτερο σε δύο αγροτικές αποικίες στημένες όπως όπως από κάποιους μηχανικούς της συμφοράς, και να φύγουμε επιτέλους από την Μπον πάνω σε μηχανοκίνητα του στρατού, και να πάρουμε ένα δρόμο, μα τι λέω!, ένα αχάραχτο μονοπάτι ανάμεσα από χωράφια και βραχότοπους, κάτω απ’ το εχθρικό βλέμμα βρόμικων παιδιών και γυναικών που έκρυβαν τα ποταπά τους ένστικτα κάτω από φανταχτερά κουρέλια
κι έκλεινα με τις παλάμες μου τα μάτια των παιδιών μου, γιατί φοβόμουν μην τους κάνει μάγια καμιά απ’ αυτές τις μέγαιρες
«Μα θέλουμε να δούμε, μαμά»
«Θα ’χετε όσο χρόνο θέλετε να δείτε»
ενόσω κάτι κοκαλιάρικα σκυλιά σήκωναν τις λιγοστές τρίχες που τους είχαν απομείνει στη ράχη, κι έδειχναν τα σάπια δόντια τους και γάβγιζαν καθώς οσμίζονταν την ξινή μυρωδιά των στρατιωτών
κι έτσι πήγε η μέρα ολόκληρη, ώς τη στιγμή που ο λοχαγός μας, καθισμένος στ’ άλογό του, σήκωσε το χέρι του πάνω απ’ το κεφάλι του και πρόσταξε
«Αλτ!»
είχε βραδιάσει, η σιωπή του ουρανού σκοτείνιαζε στις τέσσερις γωνίες του, και πίσω μας ο ορίζοντας ήταν μαύρος απ’ τα σύννεφα που κάλπαζαν κι ανέβαινε το ένα πάνω στ’ άλλο για να δουν καλύτερα αυτούς τους ανθρώπους που ’χαν ξεμπαρκάρει απροειδοποίητα, είχε βραδιάσει αλλά έφεγγε ακόμα, και σ’ αυτό το φως που ξεψυχούσε είδαμε τις στρατιωτικές σκηνές παραταγμένες σε πέντ’-έξι σειρές, και καταλάβαμε πως θα ’πρεπε να ζήσουμε κάτω απ’ αυτές τις σκηνές
ώς πότε παναγιά μου; ώς πότε;
πως θα ’πρεπε να φυλαγόμαστε απ’ τον ήλιο, κι απ’ τη βροχή, κι απ’ τον άγριο άνεμο με τα μουγκρητά του, κι όχι κάτω απ’ την καθησυχαστική στέγη των σπιτιών που η κυβέρνηση της Δημοκρατίας μάς είχε υποσχεθεί και κάποια μέρα θα χτίζονταν, α ναι, να μην είχαμε καμία αμφιβολία περί αυτού, σε πολύ κοντινή μέρα, μα τι ήθελε να πει το μια πολύ κοντινή μέρα; τι ήθελε να πει; σάμπως δεν ξέραμε ότι οι μέρες, οι βδομάδες και οι μήνες δε σήμαιναν τίποτα σ’ αυτή την κακορίζικη Αφρική;
χρειάστηκε να μοιραστούμε μία σκηνή με μιαν άλλη οικογένεια, απ’ το Ομπερβιγιέ αυτοί, το ίδιοι κατάκοποι μ’ εμάς, ο Ανρί, εγώ και τα τρία παιδιά μας, η αδελφή μου η Ροζέτ και ο άντρας της ο Λουί που έβηχε χωρίς σταματημό γιατί είχε άρρωστα πνευμόνια και η σκόνη απ’ το ταξίδι είχε χειροτερέψει τα πράγματα
μαζί φάγαμε τις μερίδες που μοίραζαν οι στρατιώτες, φωτιές είχαν ανάψει στα τέσσερα σημεία του καταυλισμού, και ένοπλοι φρουροί θ’ αγρυπνούσαν πάνω από τον ύπνο μας ώς το ξημέρωμα μας είχε υποσχεθεί ο λοχαγός
«Τι θα μπορούσε να μας απειλήσει, κύριε λοχαγέ;»
«Τα πάντα, φίλοι μου, ό,τι γυροβολάει, σέρνεται, γρυλίζει, από ληστές μέχρι οχιές με κέρατα, για να μη μιλήσω και για τα λιοντάρια της ερήμου που είναι γεμάτη η περιοχή»
η νύχτα ήρθε πιο γρήγορα απ’ ό,τι έρχεται στη Γαλλία, έπεσε ξαφνικά, απλώθηκε σαν μελανιά, μαύρη, αγχωτική, γεμάτη ήχους που φόβιζαν τα παιδιά, ιδίως την Καρολίν που χώθηκε τρέμοντας στην αγκαλιά μου, ενώ τα δύο αγόρια μου, ξαπλωμένα πόδια-κεφάλι πάνω σε κουβέρτες με ρωτούσαν όλη την ώρα
«Μαμά, ο μπαμπάς κοιμάται;»
«Δεν ξέρω»
όμως εγώ ήξερα ότι ο Ανρί δεν κοιμόταν, τον φανταζόμουν σαν εμένα με τα μάτια ορθάνοιχτα και να ’χε αρχίσει ν’ αναρωτιέται για τα ίδια πράγματα που τον είχα ρωτήσει κι εγώ τόσες φορές πριν φύγουμε, αλλά εκείνος δεν τις άκουγε τότε τις ερωτήσεις μου, τις απόδιωχνε με μια κίνηση του χεριού γιατί γι’ αυτόν ήταν ερωτήσεις γυναικούλας και δεν πας μπροστά με ερωτήσεις γυναικούλας, με τίποτα να πάρ’ η ευχή! έλεγε στρίβοντας το παχύ του μουστάκι και όχι πάντα καλοδιάθετος
απείχε παρασάγγας ο παράδεισος που μας είχε υποσχεθεί η κυβέρνηση της Δημοκρατίας, κι είχαμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας για να φτάσουμε εκεί, εμείς οι στοιβαγμένοι στις στρατιωτικές σκηνές στη μέση του πουθενά, σ’ αυτή την ερημιά που η στρατιωτική Αρχή είχε το θράσος να την αποκαλεί αγροτική αποικία, είχαμε ακόμα πολύ δρόμο μπροστά μας για να φτάσουμε εκεί, κι ίσως να μη φτάναμε ποτέ σ’ αυτόν τον τόσο παινεμένο παράδεισο, ίσως να μη φτάναμε ποτέ σ’ αυτόν γιατί δεν υπήρχε, γιατί δεν είχε υπάρξει ποτέ και δεν επρόκειτο ποτέ να υπάρξει, τουλάχιστον γι’ ανθρώπους σαν κι εμάς
δεν το ’θελα αλλά ένιωσα την καρδιά μου να σφίγγεται και το στήθος μου να φουσκώνει απ’ όλη την απελπισία που μ’ είχε κατακλύσει ξαφνικά, έσφιξα τις γροθιές μου για να συγκρατήσω τους λυγμούς που με τράνταζαν, αλλά ποιο το όφελος, τα δάκρυα που μαζεύονταν κάτω απ’ τα βλέφαρά μου είχαν ανάγκη να βγουν, να κυλήσουν, ν’ απλωθούν στα στεγνά μου μάγουλα
οπότε έκλαψα, με το πρόσωπο βυθισμένο στη σιωπή τής μαξιλάρας που κρατούσε ακόμα πάνω της τη μυρωδιά τού Labrador, ξετρελαμένη από το βάρος αυτής της πολύ μεγάλης μοναξιάς, πολύ μεγάλης, πολύ βαριάς, πολύ επώδυνης για μένα, έκλαψα με όλα τα δάκρυα που είχα μέσα μου
παναγιά παρθένα μου.



*   *   *
 

Το πρωί, η μέρα που τρύπωνε μέσα στη σκηνή ήταν γκρίζα, μ’ είχε ξυπνήσει ένας θόρυβος από καμήλες, κι αμέσως πέρασα πάνω απ’ τα κοιμισμένα σώματα και βγήκα για να δω λιγάκι σε τι μπορεί να έμοιαζε αυτή η αποικία, έτριψα και με τα δύο χέρια το πρόσωπό μου που το ’χα τσαλακώσει όσο δεν παίρνει, και κοίταξα γουρλώνοντας τα γαλλικά μου μάτια, κι έκανα τρεις στροφές γύρω απ’ τον εαυτό μου ψάχνοντας για κάτι που θα μπορούσε να προσελκύσει το βλέμμα μου, να με παρηγορήσει, να μου διώξει αυτό το άγχος που μου ’κοβε σχεδόν την ανάσα, κι αν δεν βρήκα τίποτα είναι γιατί δεν υπήρχε τίποτα να δω, τίποτα σας λέω, τίποτα απολύτως
θάμνοι και βράχια και σύννεφα τόσο χαμηλά, που σ’ έκαναν να θέλεις να χωθείς κάτω απ’ τη γη
κι έπειτα είχα μπροστά μου αυτή τη ζοφερή παράταξη των στρατιωτικών σκηνών που είχαν σ’ αυτή την έρημο όση θέση έχει και μια τρίχα στη σούπα, και προχώρησα προς τις σκηνές, ακούγοντας ροχαλητά και στεναγμούς παιδιών, το δίχως άλλο βυθισμένων σε αλλοτινά όνειρα, αυτά που έβλεπαν συνήθως τον όχι και πολύ μακρινό καιρό που έπαιζαν στα προαύλια των σχολείων, κι αναρίγησα όταν με βρήκε μια ριπή ενός παγερού αέρα κι έσφιξα ακόμα πιο πολύ το μάλλινο που μου σκέπαζε τους ώμους, σήκωσα το κεφάλι, αντίκρισα τον απειλητικό ουρανό, δεν ήταν πια ο καιρός τής περασμένης μέρας, κάτι είχε αλλάξει, έκανε κρύο, τα σύννεφα ολοένα μαύριζαν και δε θ’ αργούσαν να ξεσπάσουν πάνω απ’ τα κεφάλια μας
στο βάθος του καταυλισμού πέντ’-έξι στρατιώτες είχαν σηκωθεί κι αυτοί, άναβαν φωτιές για την κουζίνα, ετοίμαζαν ένα ζωμό από κρέας μέσα στον οποίο έπλεαν κόκαλα και πατάτες, κατσαρόλια με καφέ άχνιζαν ήδη και σκορπούσαν στον αέρα μια μυρωδιά που γνώριζα καλά
«Θέλετε καφέ, κυρία μου;»
πήγα κοντά κι ένας στρατιώτης μού έτεινε ένα τσίγκινο κατσαρολάκι μέσα στο οποίο είχε μόλις χύσει ένα κατακάθι καφέ, ένα μαυριδερό υγρό τέλος πάντων που εκείνος το ’λεγε καφέ, που ’χε τη μυρωδιά του καφέ αλλά όχι τη γεύση του, και που το ήπια παρ’ όλα αυτά γιατί ήταν ζεστό, κι αυτό το ζεστό μού έκανε καλό ώς τα σπλάχνα μου, εκεί όπου με βάραινε σαν παγοκολόνα το άγχος που δεν έλεγε να μ’ αφήσει
τον ευχαρίστησα και συνέχισα το δρόμο μου, αφήνοντας τους στρατιώτες να σχολιάσουν την επίσκεψή μου με λόγια που καλύτερα να μην τα ’χα ακούσει, ο ένας τους ξέσπασε σε γέλια, κι εκείνη τη στιγμή στράφηκα με όλη την οργή που μου ’χε ξαφνικά ανεβεί στο πρόσωπο και, το ’νιωθα, ήταν στα όρια να εκραγεί
«Τι είναι τόσο αστείο;»
«Δεν κοροϊδεύω εσάς, κυρία μου, δεν κοροϊδεύω εσάς»
απάντησε ο στρατιώτης που ’χε γελάσει
σήκωσα τους ώμους και συνέχισα το δρόμο μου, είχε αρχίσει να βρέχει, μεγάλες παγωμένες σταγόνες έσκαγαν πάνω στον τεντωμένο μουσαμά των σκηνών, δυο-τρεις μού ’ρθαν στο πρόσωπο κι έσκυψα για ν’ αποφύγω τις άλλες, τα χέρια μου σφιχτά γύρω απ’ τη μέση μου, τα νύχια βυθισμένα στις παλάμες μου για να κάνω να μου περάσει αυτή η οργή που δεν εξυπηρετούσε σε τίποτα.
 

*   *   *
 

Έβρεχε αδιάκοπα μια ολόκληρη βδομάδα, νεροποντές που τρύπωναν παντού, που ούτε να βγούμε μπορούσαμε, ούτε ένα δάχτυλο να βγάλουμε έξω, κουλουριασμένοι στο στρώμα δεν τολμούσαμε ούτε να κουνηθούμε, κοιτάζαμε ώρες ολόκληρες τη βροχή να τρυπώνει μέσα απ’ τον βρεγμένο μουσαμά της σκηνής που ωστόσο ήταν και το μοναδικό μας καταφύγιο, και να στάζει πάνω στα πράγματά μας, τσάντες, σκεπάσματα, παπούτσια, να μουσκεύει τα μαλλιά μας που έμελλε να μην τα ξανανιώσουμε ποτέ στεγνά, και να κυλάει στο λαιμό μας, να μπαίνει από τους πόρους του σώματός μας στο λίπος της σάρκας μας και να καταλαμβάνει τα μέλη μας που δεν τα νιώθαμε πια, τόσο το κρύο τα ’χε κοκαλώσει
κι όταν βγήκαν οι άνδρες, τρεις ήταν, ο Ανρί, ο Λουί κι ο γέρος απ’ το Ομπερβιγιέ, όταν βγήκαν για να σκάψουν ένα λάκκο, ν’ ανάψουν φωτιά και να δοκιμάσουν να ζεστάνουν όλα όσα κουβαλούσαμε στους σάκους μας απ’ το Παρίσι, τόσο η οικογένειά μας όσο κι αυτή του Ομπερβιγιέ, λουκάνικα, ζαμπόν και το λαρδί που μας έστελνε κάθε χρόνο ο πατέρας μου από την Οβέρνη, τους πήρε μια αιωνιότητα να φτιάξουν ένα ραγού με το κρέας και τις πατάτες που ’χα προνοήσει να φέρω μαζί μου, στο οποίο η γυναίκα από το Ομπ θέλησε να προσθέσει τα σέσκουλα που κι αυτή είχε προνοήσει ν’ αγοράσει στη Μασσαλία
και επί οκτώ μέρες, μα τι λέω; επί δέκα μέρες συνέχεια ο καιρός ήταν έτσι, η βροχή έπεφτε ασταμάτητα πάνω στην αποικία μας που δεν ήταν πια παρά μια σειρά μουλιασμένες σκηνές έτοιμες να πετάξουν με τo πρώτο ράμφισμα του ανέμου, που έπρεπε να τις μπαλώνουμε όλη την ώρα, να τις στερεώνουμε για να μη σωριαστούν στο μολυσμένο χώμα και στα κάτουρα και στα σκατά, γιατί τα παιδιά μας, παραλυμένα από το φόβο, δεν είχαν άλλη λύση απ’ το να κάθονται στις φτέρνες, στις τέσσερις γωνίες της σκηνής, για ν’ ανακουφιστούν, και γρήγορα η δυσωδία έγινε ανυπόφορη, δεν μπορούσες ν’ αναπνεύσεις στη σκηνή μας όπως και σ’ όλες τις άλλες σκηνές όπου ήταν κι άλλα παιδιά στριμωγμένα μέρα-νύχτα
μία φορά την ημέρα, μαζί με τη Ροζέτ και τη Σελεστίν, τη γυναίκα από το Ομπ που μετά από λίγες μέρες συμβίωση είχε γίνει κάτι σαν αδελφή, κρατημένες απ’ το χέρι και βαδίζοντας στα τυφλά κάτω απ’ τη ραγδαία βροχή, μία φορά την ημέρα και καμιά φορά δύο, πήγαινα να κατουρήσω πίσω από ένα θάμνο, κι εκεί που ήμουν καθισμένη στις φτέρνες, με τα μάτια κλειστά και σαν να προσευχόμουν κάτω απ’ την κουκούλα της πελερίνας μου, πιεζόμουν να πιστέψω ότι όλα αυτά ήταν κακό όνειρο κι ότι για να ξεφύγω απ’ αυτό δεν είχα παρά να πετάξω από πάνω μου τα σεντόνια που με σκέπαζαν οπότε θα τελείωναν ο εφιάλτης, η βροχή, το κρύο, η λάσπη, η δυσωδία των παραμελημένων σωμάτων μας, όλα θα ’παυαν ξαφνικά, Μη στενοχωριέσαι, Σεραφίν, όνειρο είναι, κόρη μου, όνειρο, οπότε ξύπνα και θα δεις πως δόξα τω Θεώ δεν πάτησες ποτέ το χώμα αυτής της ελεεινής αποικίας, κι άνοιγα ξαφνικά τα μάτια κι έβλεπα ξαφνικά ότι δεν έβλεπα όνειρο, και η πραγματικότητα ήταν τόσο δυσβάσταχτη ώστε δάκρυα έπνιγαν το πρόσωπό μου που ήδη έσταζε βροχή, ήταν φορές που έπεφτα μπρούμυτα στη λάσπη στην προσπάθειά μου να πιαστώ απ’ τα κλαδιά του θάμνου, και βουτηγμένη σ’ αυτή τη λάσπη θ’ αφηνόμουν να πεθάνω αν η αδελφή μου και η Σελεστίν δεν έρχονταν να με βοηθήσουν, αλλά εκείνες έτρεχαν κάθε φορά και μου ’διναν ένα χέρι και με σήκωναν και μ’ έπιαναν από έναν ώμο η καθεμία
«Σεραφίν, σε παρακαλώ, μην αφήσεις να σε πάρει από κάτω»
φώναζε η Ροζέτ, και η τόσο οικεία αδελφική φωνή της έκανε ώρα να διαπεράσει το παραπέτασμα της βροχής, αναγκαζόταν να με ταρακουνήσει, να τρίψει με τις παλάμες της της πλύστρας τα παγωμένα μάγουλά μου
«Σύνελθε»
ναι, έπρεπε να συνέλθω, να ξαναβρώ τη θέλησή μου να παλέψω, κι αν όχι για μένα, τουλάχιστον για τα παιδιά μου που δε ζητούσαν παρά να ζήσουν, να περάσουν αυτόν τον κακό κάβο και να βρουν απάγκιο στη μητρική μου αγκαλιά που τους ήταν τόσο αναγκαία όσο η κοιλιά μιας σκύλας για τα τρία κουτάβια της
οπότε γαντζωνόμουν στη μέση της Ροζέτ και στα χέρια της Σελεστίν, και πλατσουρίζαμε οι τρεις μας στην υγρή λάσπη αυτής της καταραμένης γης που σε κάθε μας βήμα έψαχνε να βρει τρόπο να μας κάνει να σκοντάψουμε, να πέσουμε, ίσως ακόμα και να πνιγούμε στον φοβερό πολτό της, ίσως ακόμα και να μας εξαφανίσει στα βάθη της κόλασής της, να εξαφανίσει σώματα και αγαθά, αλεσμένα, λιανισμένα, μασημένα, χωνεμένα, τόσο σίγουρη ήμουν πως η θέση μας δεν ήταν εκεί, πως δεν ήταν ποτέ εκεί, πως δε θα ’ταν ποτέ εκεί
παναγιά παρθένα μου
και μόνο όταν ξανάμπαινα στη σκηνή έπαιρνα πάλι ανάσα και κουράγιο
παναγιά παρθένα μου
σκούπιζα το πρόσωπό μου απ’ τη βροχή, ξανάνοιγα τα μάτια μου κι αγκάλιαζα τα παιδιά μου και τα ’σφιγγα με όση δύναμη είχα
τι άλλο μπορούσα να κάνω;
 

ΜΠΕΛΕΖΙ ΜΑΤΙΕ