Η ΑΝΤΙΖΗΛΟΣ

Η ΑΝΤΙΖΗΛΟΣ

Συγγραφέας: ΣΜΙΤ ΕΡΙΚ-ΕΜΑΝΟΥΕΛ
Μετάφραση: ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΚΥΡΙΑΚΙΔΗΣ
Εκδόθηκε: 06/12/2024
ISBN: 978-618-5400-56-9
Σελίδες: 88

€9.54 €10.60

«‘‘H Kάλλας; Πφ… δε θα κρατήσει! Θα δείτε: σε λίγο καιρό, κανείς δε θα μιλάει γι’ αυτήν…’’

‘‘Ποια είστε, κυρία μου;’’
‘‘ Ήμουν η αντίζηλος της Μαρίας Κάλλας.’’
Την πρώτη φορά που την είχε δει, τη βρήκε συμπαθητική αυτή τη χοντρή Ελληνίδα με τα μυωπικά της γυαλιά, κακοντυμένη, ντροπαλή, πλαισιωμένη μ’ έναν σύζυγο ηλικιωμένο, αυτή τη Μαρία Μενενγκίνι Κάλλας που κρατούσε ένα γκροτέσκα λιλιπούτειο τσαντάκι σε σχέση με τον όγκο της. Έτσι σου ’ρχόταν να της γλιστρήσεις ένα κέρμα στην τσέπη της ποδιάς της και να τη συγχαρείς που οι τουαλέτες ήταν τόσο καθαρές.»
 
 

 
 
Εκατό χρόνια από τη γέννηση της Μαρίας Κάλλας, ο Ε.Ε. Σμιτ ανασυνθέτει την ιστορία της κορυφαίας σοπράνο όλων των εποχών, έτσι όπως την περιγράφει μία μυστηριώδης υπερήλικη κυρία.
    Ριγμένη στην αφάνεια και τη λήθη, η Καρλότα Μπερλούμι, φανταστική (και φανατική) αντίζηλος της Κάλλας, απελευθερώνει την πικρία και τα απωθημένα της για μια λυρική καριέρα  που κάηκε κάτω από την εκθαμβωτική λάμψη των προβολέων που φώτισαν τη ζωή και το έργο της υπέρλαμπρης ντίβας.

  Στο καλαθι βιβλια


Όταν ο Έντσο μπήκε στην Όπερα, παραλίγο να λιποθυμήσει.
Κάθε φορά τού συνέβαινε το ίδιο. Μια φιάλη οξυγόνου έσκαγε, τον φούσκωνε, του γέμιζε το στήθος, πλάταινε το θώρακά του, καμπύλωνε τα πλευρά του για να χωρέσει η ημικυκλική αίθουσα, γιγαντώνοντας το σώμα του που εκτεινόταν από την πλατεία ώς τον πολυέλαιο, αγκαλιάζοντας τους εξώστες, τα θεωρεία, τις γαλαρίες. O Έντσο όχι μόνο δεν ένιωθε μηδαμινός στην κοιλιά αυτής της αχανούς αίθουσας, αλλά και αποκτούσε τις διαστάσεις της, καθώς οι κυψελίδες των πνευμόνων του γίνονταν ένα με τα βασιλικά θεωρεία, το αίμα του αναμειγνυόταν με το πορφυρό βελούδο των καθισμάτων, οι επιχρυσωμένες επιφάνειες αντανακλούσαν τα χαρμόσυνα νύγματα στο δέρμα του. Δεκαπλάσιος, πλήρης, μεγαλοπρεπής, αναριγούσε από αγαλλίαση.
Πριν από κάμποσα χρόνια, στο Ρίμινι, ενώ βάδιζε στην αμμουδιά χέρι χέρι με τον παππού του, εκείνος του ’χε πει:
«Δύο θεσμοί δεσπόζουν στην καρδιά των Ιταλών: η Εκκλησία και η Όπερα. Όταν δεν τους συγκινούν τα βιτρό, τους συγκινεί η αυλαία.»
«Εσένα, παππού, τι σ’ αρέσει;»
«Η Όπερα, αγόρι μου, γιατί ενσαρκώνει το πάθος, τα συναισθήματα, την υπερβολή, τη θεία μανία. Αντίθετα, η γιαγιά σου κλίνει σοβαρά προς την Εκκλησία, την προσευχή, το αγιοκέρι, τη μετάνοια.»
«Αν είσαι καλός στο ένα» συμπλήρωσε μ’ έναν αναστεναγμό, «πας χαμένος στο άλλο.»
Λίγα χρόνια αργότερα, μαζί με τον παππού του που τον μεγάλωνε, ο Έντσο ανακάλυψε την όπερα. Ρίγησε, ταράχτηκε, έβγαλε κραυγές χαράς, κι από τότε δεν έπαψε ν’ ακούει ηχογραφήσεις κι αναμεταδόσεις της, να διατρέχει παλιά προγράμματα με το χαρτί τους κιτρινισμένο, να πηγαίνει στις παραστάσεις διάσημων αοιδών που έκαναν μια στάση στο Ρίμινι. Ο Ροσίνι, ο Μπελίνι, ο Βέρντι, ο Πουτσίνι τού επιβλήθηκαν σαν θεοί που έπρεπε να τους λατρεύει. κι αυτή η θρησκεία κατέλαβε σε λίγο όλο το χώρο, απομακρύνοντάς τον σιγά σιγά από τη γιαγιά του με τη Βίβλο και τα κομποσκοίνια της. οπότε, έκανε πέρα το ροζάριο που του ’χε χαρίσει, και δανείστηκε απ’ αυτήν κάτι παμπάλαια κιάλια θεάτρου. Αν το ποδόσφαιρο απορροφούσε τους συμμαθητές του, εκείνος ζούσε μόνο για το λυρικό θέατρο. Στα είκοσί του, έφυγε από το γενέθλιο θέρετρο και πήγε στο Μιλάνο, όπου βρήκε δουλειά ως τουριστικός ξεναγός. Άρεσε στους τουρίστες. Ήταν λεπτός, με ώμους κυρτωμένους πάνω από ένα βουλιαγμένο στέρνο, ανάκατα μαλλιά κι ένα πρόσωπο γλυκό, χλομό, χωρίς τίποτα το ιδιαίτερο, που μόνο κάτι γυαλιά με κοκάλινο σκελετό, παχύ και αρθρωτό, του προσέδιδαν χαρακτήρα.
Χάρη στο επάγγελμά του, ο νεαρός είχε πολλές ευκαιρίες να μπαίνει στην Όπερα: τα πρωινά, μετά από έναν βιαστικό γύρο στον καθεδρικό και στην πινακοθήκη, οδηγούσε τους ταξιδιώτες στη Σκάλα. τα βράδια, χωρίς να χάσει στιγμή, έτρεχε στις παραστάσεις. Μέσα σε δύο χρόνια, τίποτα δεν τον είχε απογοητεύσει. όσο πιο πολύ σύχναζε σ’ αυτόν το ναό, τόσο πιο πολύ τ’ αυτί του οξυνόταν κι αξιολογούσε καλύτερα τις φωνές, ακόμα και εκτός παραστάσεων, όπως εκείνο το πρωί που, με την αυλαία κλειστή και την πλατεία κενή, η σιωπή έσφυζε από φαντάσματα.
«Για έναν τραγουδιστή ή μια τραγουδίστρια, το να εμφανιστεί στη Σκάλα του Μιλάνου αποτελεί καθιέρωση» εξήγησε ο Έντσο στο γκρουπ των Γάλλων που ξεναγούσε.
«Γιατί;»
Ένας εξηντάρης με μπεζ βερμούδα, βρόμικα γυαλιά και γκρίζα μαλλιά βούρτσα δεν είχε σταματήσει από πολύ πρωί να βομβαρδίζει τον Έντσο με ερωτήσεις.
Ο Έντσο μισόκλεισε τα μάτια για να μη γελάσει. Όπως ήταν φυσικό, ο Γάλλος αντιδρούσε στο ότι το Μιλάνο διέθετε περισσότερο γόητρο από το Παρίσι. Γιατί ο τρίχρωμος κόκορας δεν μπορούσε να χωνέψει ότι η ιταλική γλώσσα, με τα λαγαρά της φωνήεντα και τα αιχμηρά της σύμφωνα, κολακεύει το τραγούδι περισσότερο απ’ ό,τι η γαλλική, με τα ένρινά της και τα γαργαριστά της “r”; Ο Έντσο καμάρωνε που ανήκε στη χώρα του μπελ κάντο.
«Γιατί η Σκάλα;» επανέλαβε ο εξηντάρης, σκεπτικός.
Τι παραπάνω απ’ τ’ άλλα είχε αυτό το πολυεπίπεδο θέατρο με την τελετουργική του αυστηρότητα, τα κρεμεζιά του χρώματα, το γιγαντιαίο πλατό του, εκτεθειμένο στα ρεύματα και στη βαβούρα των παρασκηνίων;
«Τα ατού της Σκάλας; Το κοινό του και το παρελθόν του!» ξέσπασε ο Έντσο. «Το κοινό του, που είναι έμπειρο, ειδήμον, απαιτητικό — κάποιοι μπορεί να το πουν και άδικο. Το παρελθόν του, γιατί η αριστεία έλκει την αριστεία. Όλοι οι μεγάλοι τραγουδιστές, όλες οι μεγάλες τραγουδίστριες, κυρίες και κύριοι, δεν τρέφουν παρά ένα και μόνο όνειρο: να πατήσουν το σανίδι της Σκάλας. Η εμφάνισή τους εδώ ισοδυναμεί με το Βραβείο Νόμπελ της λυρικής τέχνης! Αυτοί οι τοίχοι έχουν υποδεχθεί τον Καρούζο, τον Τζίλι, την Φλάγκ­σταντ, τον Ντελ Μόνακο, την Σβάρτσκοφ, τον Παβαρότι, τον Δομίνγκο… και προπαντός, ξανά και ξανά, La Divina, τη θεσπέσια Κάλλας!»
Ένας παράξενος θόρυβος ακούστηκε από την πλατεία, κάτι σαν φτύσιμο.
Οι τουρίστες στράφηκαν. Μόνο μια ηλικιωμένη καθόταν εκεί, κοιτάζοντας την αυλαία. Μάλλον θα ’χαν κάνει λάθος.
«Η Μαρία Κάλλας» συνέχισε ο Έντσο, «έπαιξε πολλούς από τους πιο σημαντικούς της ρόλους στη Σκάλα, ανάμεσα στους οποίους και αυτός της Βιολέτας στην Τραβιάτα, μια ιστορική στιγμή.»
«Ποια χρονιά;» ρώτησε ο εξηντάρης.
Προσπαθεί να μου βάλει τρικλοποδιά, σκέφτηκε ο Έντσο. Με τρελαίνει στις ερωτήσεις, όχι για να πάρει πληροφορίες, αλλά για ν’ αποδείξει την ανεπάρκειά μου.
«Το 1955. Τον Μάιο του 1955, υπό τη διεύθυνση του Κάρλο Μαρία Τζουλίνι. Τη σκηνοθέτησε ο κινηματογραφιστής Λουκίνο Βισκόντι. Δεν έχει υπάρξει πιο συγκλονιστική ερμηνεία.»
Ξανά ο θόρυβος σαν φτύσιμο.
Ο Έντσο διέτρεξε με το βλέμμα μία μία τις σειρές της πλατείας. Εκ πρώτης όψεως, κανείς δεν ήταν γύρω απ’ την ηλικιωμένη. Μήπως υπήρχε κάποιος, κρυμμένος πίσω απ’ τα καθίσματα, στο πάτωμα; Έχοντας εμπιστοσύνη στους φύλακες του θεάτρου, ο Έντσο αγνόησε και πάλι τη διατάραξη, και συνέχισε.
«Λένε πως, ενώ στο τέλος της άριας “Addio del passato”, στην τρίτη πράξη, οι συνηθισμένες σοπράνο πετάνε ένα ωραίο λα που κολακεύει το τίμπρο της φωνής τους, η Μαρία Κάλλας διακινδύνευε μια πιο κακόηχη νότα, γιατί την ήθελε να μοιάζει με κραυγή, με το λυγμό μιας ετοιμοθάνατης, τη συντριβή μιας άρρωστης που την έχει λιώσει η φυματίωση.»
«Δεν μπορούσε να κάνει αλλιώς! Αν προσπαθούσε ν’ αποδώσει ωραία τη νότα, όλοι θα καταλάβαιναν ότι η φωνή της ήταν απερίγραπτη.»
Καμία αμφιβολία: o αντίλογος ερχόταν απ’ την πλατεία. Το αιφνίδιο αυτού του βρυχηθμού, η βαναυσότητα των λόγων τρόμαξαν το γκρουπ. Ο Έντσο σταμάτησε να μι­λάει, κοίταξε γύρω του, την ακίνητη ηλικιωμένη με το κέρινο πρόσωπο, μετά ξανά γύρω του. Μπερδεμένος, συνέχισε, με λιγότερη αυτοπεποίθηση αυτή τη φορά:
«Περιττό να σας πω, κυρίες και κύριοι, ότι το μεγαλύτερο μέρος του κοινού, εκείνη την εποχή, δεν ήταν διόλου διατεθειμένο να δεχθεί τόση νεωτερικότητα, ούτε τόση καλλιτεχνική απαιτητικότητα. Με λύπη μου σας θυμίζω ότι όσο αποθέωσαν τη Μαρία Κάλλας, άλλο τόσο τη σφύριξαν».
«Αυτό είν’ αλήθεια!»
Η ηλικιωμένη είχε σηκωθεί, τυλιγμένη σ’ ένα μαντό ιμιτασιόν γούνας πάνθηρα. Με τη μύτη σηκωμένη, τα μάγουλα κοκκινισμένα, τα μάτια μαύρα σε βαθμό ανησυχητικό, έτρεμε ολόκληρη. Η οργή τής χάριζε μια ενέργεια που κανείς δε θα μπορούσε να διανοηθεί σε μια γυναίκα αυτής της ηλικίας.
«Η Κάλλας δέχτηκε μάτσα και μάτσα ραπανάκια. Τοκ! Στη σκηνή! Σάκοι τα σέσκουλα! Τοκ τοκ! Aναπηδούσαν στη ράμπα! Στο Μιλάνο, η Κάλλας έκανε πλούσιους τους μανάβηδες. Οι μισοί θεατές τής πετούσαν κάθε συστατικό μιας καλής μινεστρόνε. Δεν ήταν όλοι οι άνθρωποι κουφοί, πώς να το κάνουμε!»
Η επίθεση εναντίον μιας από τα ινδάλματά του έβγαλε τον Έντσο απ’ τα ρούχα του:
«Η Κάλλας έφερε την επανάσταση στη λυρική τέχνη και οι θεματοφύλακες της παράδοσης ενοχλήθηκαν. Σήμερα, με την κατάλληλη χρονική απόσταση, εκτιμούμε καλύτερα την προσφορά της. Νεκρή, είναι πιο σπουδαία απ’ ό,τι όταν ήταν ζωντανή».
Δυστυχώς, μόλις ο Έντσο ύψωνε τη φωνή του, την έχανε. έσπαγε και κολλούσε στους υψηλούς τόνους, κάνοντας τα λόγια του ν’ ακούγονται σαν σκούξιμο γουρουνόπουλου που το σφάζουν. Eκμεταλλευόμενη αυτή τη σύγχυσή του, η ηλικιωμένη ολοκλήρωσε πλαταγίζοντας τα χείλη της:
«Πώς τολμάτε να κρίνετε το ταλέντο τραγουδιστών όταν δεν μπορείτε εσείς ο ίδιος να ελέγξετε την άρθρωσή σας;»
Έδειξε την ομάδα μ’ ένα απειλητικό δάχτυλο, γαντοφορεμένο με βελούδο φαγωμένο ώς το υφάδι:
«Αφήστε μας στην ησυχία μας με την Κάλλας! Στη ζωή μου γνώρισα εκατό τουλάχιστον τραγουδίστριες που διέθεταν πιο ωραία φωνή απ’ αυτήν της Κάλλας! Εντάξει, η φωνή της ήταν δυνατή, αλλιώς κανένας μαέστρος δε θα ’βγαζε στη σκηνή αυτή την Ελληνίδα, αλλά ήταν διαπεραστική σαν σειρήνα πυροσβεστικού! Ήταν τόσο κακόηχη, που δεν τη λες φωνή, αλλά χαλασμένη εξάτμιση! Ναι, ναι: εξάτμιση. Όσο για το τίμπρο, ένα ζαμπόν που καπνίστηκε πολύ, μαύρο, σάπιο, καυτερό. Τίποτα χυμώδες, λαμπερό, μελωμένο, όπως περιμένει κανείς από μια σοπράνο».
«Με τι θάρρος κατακρίνετε εσείς την Κάλλας;» ξεφώνισε ο Έντσο.
«Την έχω ακούσει εγώ, νεαρέ. Γεννηθήκαμε την ίδια χρονιά, κι εγώ έκανα καριέρα ενόσω εκείνη τελείωνε τη δική της. Ξέρω τι λέω.»
«Ποια είστε, κυρία μου;»
«Ήμουν η αντίζηλος της Μαρίας Κάλλας.»
Μια σιωπή απλώθηκε ξαφνικά. Οι επισκέπτες της Σκάλας κρατούσαν την αναπνοή τους. Ο επιτακτικός, αλαζονικός, αφοριστικός τρόπος με τον οποίο είχε αυτοσυστηθεί η ηλικιωμένη τούς είχε αφήσει ενεούς. Έδειχναν πρόθυμοι να συμφωνήσουν απόλυτα με κάποια που, παρά την ηλικία της, απέπνεε τόση εμπρηστικότητα. Εκείνη ξανακάθισε, βασιλική, σαν να τακτοποιούσε γύρω της τις πτυχές μιας φαρδιάς φούστας με κρινολίνο, ενώ δεν φορούσε παρά ένα τριμμένο μαντό, μετά πήρε την παλιά της στάση, μετωπική προς την αυλαία, δείχνοντας μ’ αυτή την ολύμπια αδιαφορία ότι το θέμα είχε λήξει κι ότι ήθελε να μην την ξαναενοχλήσουν.
«Είναι ώρα για το γεύμα» είπε ο Έντσο στο γκρουπ του.
Απρόθυμα οι τουρίστες πήραν ν’ ανεβαίνουν το διάδρομο. Ο εξηντάρης των χιλιάδων ερωτήσεων όρμηξε στον Έντσο.
«Μα ποια είναι;»
«Απ’ όσο ξέρω, η αντίζηλος της Κάλλας ήταν η Τεμπάλντι.»
«Α, ναι! Η Ρενάτα Τεμπάλντι! Οπότε τι; Κουβεντιάσαμε με τη Ρενάτα Τεμπάλντι;»
«Η Ρενάτα Τεμπάλντι έχει πεθάνει χρόνια τώρα.»
«Τότε ποια είναι αυτή η γυναίκα;»
«Δεν έχω ιδέα, κύριε.»
Ο Έντσο απέφυγε το βλέμμα του εξηντάρη με το σορτσάκι και τις σαγιονάρες, υποθέτοντας ότι αυτή τη φορά δε θα ’χε χαρεί ούτε εκείνος που τον βρήκε απληροφόρητο, κι ας το επιζητούσε αυτό όλη μέρα.
Αντί να οδηγήσει το γκρουπ στην τρατορία που τους την είχε δείξει πριν μπουν στη Σκάλα, ο Έντσο τούς εγκατέλειψε, αφού πρώτα τους υποσχέθηκε ότι σε λίγο θα ’ταν πάλι μαζί τους. Με το που άδειασε το φουαγιέ της Σκάλας, έτρεξε στην αίθουσα και διαπίστωσε, ανακουφισμένος, ότι η ηλικιωμένη δεν το ’χε κουνήσει, καθισμένη στο «μάτι του πρίγκιπα», στο κέντρο της έβδομης σειράς, το σημείο σ’ ένα θέατρο απ’ όπου έχει κανείς την καλύτερη θέα της σκηνής, ακλόνητη ένδειξη ότι ήταν της πιάτσας.
Την πλησίασε με ευλαβική βραδύτητα. Οι γατίσιες κόρες των ματιών της διέκριναν τον νεαρό στα δεξιά τους και τον παρακολούθησαν χωρίς να στραφεί το κεφάλι. Ο Έντσο έσκυψε.
«Συγχωρέστε με, δε σας αναγνώρισα προ ολίγου.»
Εκείνη, με τα χείλη σφιχτά, πετάρισε τα βαριά και στεγνά της βλέφαρα.
«Δεν ήθελα να σας προσβάλω» της είπε και το εννοούσε.
Η ταπεινότητα του Έντσο, φοβισμένου όσο και γοητευμένου, χαλάρωσε κάπως την ηλικιωμένη. Ήταν βαμμένη ώς το μη παρέκει, με έντονα χρώματα, μαύρο κορακίσιο στα μαλλιά, γήινο καφέ στα φρύδια σε περισπωμένη, μπεζ ροζέ στο φον-ντε-τεν, κρεμεζί στα χείλη, γαλάζιο στα πτυχωμένα βλέφαρα. Το σύνολο είχε κάτι το εντυπωσιακό όσο και εξωφρενικό, κάτι που αρνιόταν προκλητικά την καταρράκωση και, ταυτόχρονα, την επιβεβαίωνε. Μπορεί τα ζωηρά χρώματα να έδειχναν ωραία στο φως, αλλά τόνιζαν τις ρυτίδες, τις χαρακιές και την κόπωση μιας επιδερμίδας όπου εδώ κι εκεί κόκκοι πούδρας είχαν μείνει κολλημένοι σαν σκόνη.
Ο Έντσο, σκυμμένος από πάνω της, προετοιμαζόταν ν’ ακούσει μια συγκλονιστική αποκάλυψη.
«Ποια είστε;»
Η γυναίκα ανασήκωσε το πιγούνι της.
«Αμφιβάλλω αν αξίζετε να σας το μάθω.»
Απέστρεψε το κεφάλι της.
«Αν κρίνω από τα γούστα σας…»
Ο Έντσο δικαιολογήθηκε:
«Δεν αγαπώ μόνο τη Μαρία Κάλλας, κυρία μου, εκτιμώ πολλές τραγουδίστριες».
Του έριξε ένα φευγαλέο βλέμμα, σαν να ’θελε να διαπιστώσει ότι δεν της έλεγε ψέματα. Εκείνος συνέχισε να επιχειρηματολογεί, λαχταρώντας να πάρει μια πληροφορία: ήταν τόσο μεγάλη η περιέργειά του, ώστε είχε αποφασίσει να προδώσει πρόσκαιρα το ίνδαλμά του.
«Σας διαβεβαιώνω: δε θεώρησα ποτέ ότι η Κάλλας ήταν μοναδική, ή ότι υπήρξε το άλφα και το ωμέγα της όπερας.»
«Αυτό κι αν δεν ήταν!»
«Κυρία μου, λατρεύω τη λυρική τέχνη. Επιτρέψτε μου, σας παρακαλώ, να σας αναγνωρίσω, τώρα που είχα την τιμή να σας γνωρίσω.»
Το αιχμηρό βλέμμα της ηλικιωμένης εξέτασε εξονυχιστικά αυτό το κουκλίστικο πρόσωπο πάνω σ’ ένα σώμα ισχνό, ταλαντεύτηκε, σκοτείνιασε και στράφηκε προς την τάφρο της ορχήστρας.
«Είναι τόσο μακρινά όλα αυτά» ψιθύρισε.
Μαλακωμένη, είχε προφέρει αυτά τα τελευταία λόγια της με συγκίνηση. Ψέλλισε:
«“Un bel dì vedremo”…»
Ένα δάκρυ βγήκε από τoν κίτρινo κερατοειδή της και κρεμάστηκε στην κοκκινωπή πτυχή του βλέφαρου.
«“Un bel dì vedremo”. Το ’χω τραγουδήσει εδώ. Ήμουν είκοσι δύο χρονών, είχα ξαναπαίξει το ρόλο της Μαντάμας Μπάτερφλαϊ κι εμφανιζόμουν για δεύτερη φορά στη Σκάλα.»
Σιγοτραγούδησε:
 

‘‘Un bel dì vedremo
levarsi un fil di fumo
sull’estremo confin del mare.
e poi la nave appare.’’
 

Ξεφυλλίζοντας τις νότες, χαμογέλασε στη μνήμη της. Όσο για τον Έντσο, αυτός είχε εκστασιαστεί απ’ το γεγονός ότι μια τόσο νεανική φωνή έβγαινε από έναν τόσο γερασμένο άνθρωπο. Η γυναίκα κοίταζε το κενό με γουρλωμένα μάτια.
«Η κακομοίρα η Μαντάμα Μπάτερφλαϊ προσμένει το καράβι που θα της φέρει τον αγαπημένο της. “Un bel dì”… Mια ωραία μέρα, θα έρθει… Κι αυτή η ωραία μέρα δεν ήρθε ποτέ. Όλη μου τη ζωή τον περίμενα. Σήμερα, σαράντα χρόνια αργότερα, εξακολουθώ να ξεροσταλιάζω. Μια ωραία μέρα… τι φάρσα! Στα νιάτα μας, περιμένουμε να ζήσουμε. όταν γεράσουμε, περιμένουμε να πεθάνουμε. Ζωή κι αυτή!»
Είχε ξεχάσει τον Έντσο κι απευθυνόταν στον εαυτό της χωρίς να προσέχει πολύ την άρθρωσή της. ο ρεμβασμός της χανόταν στην αχλή της μνήμης της.
Ο Έντσο σκεφτόταν. Να ’ταν άραγε στ’ αλήθεια αντίζηλος της Κάλλας; Εκείνος γνώριζε τόσο καλά το σύνολο των σοπράνο, των μέτσο και των άλτο που ’χαν μεσουρανήσει μετά τον πόλεμο, ώστε θα αρκούσε να του πει τ’ όνομά της για να την κατατάξει. Ή μήπως είχε να κάνει με καμιά τρελή ή μυθομανή;
«Ποια είστε, κυρία μου;»
Εκείνη δεν του έδινε πια σημασία κι έλεγε κάτι μασημένα λόγια που μόνο εκείνη ήξερε τι σήμαιναν. Ο Έντσο προσπάθησε μάταια να τη βγάλει από τη χαύνωσή της, οπότε, μοιραία, κατέληξε στο θλιβερό συμπέρασμα ότι η ηλικιωμένη έπασχε από σοβαρή άνοια.
Ξαφνικά, η γυναίκα σώπασε, έσιαξε τα ρούχα της, έστρωσε τα γάντια της, σηκώθηκε. Με το που πάτησε στον ελαφρώς επικλινή διάδρομο, έπιασε να τον ανεβαίνει όχι χωρίς κάποια δυσκολία —τα πόδια της δεν τη σήκωναν πια—, και μετά σταμάτησε μπροστά στον εξηντάρη Γάλλο που ’χε ξεκόψει κι αυτός από το γκρουπ, είχε πάρει από πίσω τον Έντσο και τους παρακολουθούσε. Εκείνη, σουφρώνοντας τα φρύδια της, τον κοίταξε με περιφρόνηση από πάνω ώς κάτω.
«Με βερμούδα στη Σκάλα. Τι ιεροσυλία! Φαντάζομαι ότι με τέτοιο ντύσιμο πηγαίνετε και στην εκκλησία. Πφφ!»
Ο άνδρας, σαν να τον είχαν πιάσει επ’ αυτοφώρω, έσκυψε το κεφάλι.
«Και κόψτε αυτό το φλερτάκι σας» πρόσθεσε η γυναίκα.
«Συγγνώμη…;» ψέλλισε αυτός.
«Σταματήστε να κολλάτε σ’ αυτό το αγόρι.»
Έδειξε τον Έντσο με το δάχτυλο.
«Είναι ομοφυλόφιλος, όπως κι εσείς, αλλά εσείς δεν έχετε καμία τύχη: είστε πολύ μεγάλος γι’ αυτόν.»
Κατάπληκτος, ο εξηντάρης ξερόβηξε, ενώ ο Έντσο κοκκίνισε, τα μάγουλα κι ο αυχένας του πήραν φωτιά.
Η ηλικιωμένη έκανε λίγα ακόμα βήματα. Τη στιγμή που έσπρωχνε τα δύο φύλλα της κουνιστής πόρτας, έπεσε στον τοίχο με την πλάτη, έβγαλε μια κραυγή και σωριάστηκε χάμω.
 

ΣΜΙΤ ΕΡΙΚ-ΕΜΑΝΟΥΕΛ