ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ
βιβλιαΤο 1915 μια ομάδα 120 ιππέων διασχίζει την απέραντη ουγγρική πεδιάδα. Αθελά τους εισέρχονται σ’ ένα παράξενο βασίλειο που δεν ανήκει στον κόσμο των ζωντανών, αλλά ούτε και των νεκρών. Εκεί, ο βαρόνος Μπάγκε συναντά την απόλυτη και τέλεια γυναίκα. Όμως, στο βασίλειο αυτό, ο χώρος και ο χρόνος παρουσιάζουν μια ιδιαιτερότητα... Τα πέπλα της στάχτης τιμήθηκαν με το βραβείο Kleist.
Σε μια πρόσφατη δεξίωση, που έδωσε ο υπουργός Γεωργίας, κάποιος ονόματι βαρόνος Μπάγκε λογομάχησε έντονα με τον κύριο φον Φαράγκο, έναν ευέξαπτο νεαρό, που δεν είχε αποβάλει ακόμα την αυθάδεια της ηλικίας. Ο τελευταίος, σε τόνο υπεροπτικό, που προκάλεσε αίσθηση, απαγόρευσε ξαφνικά στον Μπάγκε να συνομιλεί με την αδελφή του. Ο βαρόνος παρακάλεσε αμέσως έναν ταγματάρχη από το σύνταγμα μου, που βρισκόταν εκεί τυχαία, να τον αντιπροσωπεύσει, κι ο ταγματάρχης με τη σειρά του με πρότεινε ως δεύτερο αντιπρόσωπο. Οι αντίπαλοι μας ισχυρίστηκαν ότι ο Φαράγκο εδικαιούτο να προστατεύσει την αδελφή του, γιατί ο Μπάγκε είχε ήδη βαριά τη συνείδηση του από το θάνατο δύο γυναικών. Αυτό ήταν αποκάλυψη για μας. Δε γνωρίζαμε παρά ελάχιστα πράγματα, στην ουσία τίποτα, από το παρελθόν του Μπάγκε, ο οποίος δεν έφευγε σχεδόν ποτέ από το υποστατικό του στο μακρινό Ότμαναχ της Καρινθίας. Δηλώσαμε πάντως ότι δεν ήταν δική μας δουλειά να ερευνήσουμε ένα θέμα αυτού του είδους· και, εν πάση περιπτώσει, ο χώρος δεν ήταν κατάλληλος για να αντιμετωπιστούν τέτοια ζητήματα ιδιωτικής φύσεως για τα οποία εξάλλου ήταν τόσο δύσκολο να βρεθούν αποδείξεις. Δεν απόμενε λοιπόν παρά να ζητήσει συγνώμη ο Φαράγκο. Ο Μπάγκε δέχτηκε τη συγνώμη του Φαράγκο μ' ένα ύφος αφηρημένο και απόμακρο, υποκλίθηκε και χωρίσαμε. Αργότερα ωστόσο ένιωσε υποχρεωμένος να μου δώσει κάποιες εξηγήσεις και μου διηγήθηκε την ιστορία του. Δυστυχώς, μου είπε, είναι και με το παραπάνω αλήθεια ότι οι δύο αξιοθρήνητες υπάρξεις, περί των οποίων έγινε λόγος, είχαν αυτοχειριαστεί λένε μάλιστα ότι αυτό συνέβη εξαιτίας μου. Στην πραγματικότητα όμως δεν φταίω εγώ. Δεν μπορώ να θεωρήσω τον εαυτό μου ιδιαίτερα ωραίο ούτε αληθινά πλούσιο, κι επιπλέον έχω πάψει εδώ και πολύν καιρό να προσπαθώ να αρέσω στις γυναίκες. Κι αν συμβαίνει να παρατηρώ καμιά φορά ότι δεν είμαι τελείως αδιάφορος στη μία ή την άλλη κυρία, σπεύδω να πάρω τις αποστάσεις μου και να δηλώσω απερίφραστα ότι δε σκέφτομαι το γάμο. Όμως οι δύο εκείνες γυναίκες προσκολλήθηκαν η μία μετά την άλλη στην ιδέα του γάμου. Από πνεύμα αντιγνωμίας κατά τα φαινόμενα, πολύ περισσότερο μάλιστα που θα έπρεπε να προαισθάνονταν ότι μου ήταν αδύνατο να τις παντρευτώ, αφού είμαι ήδη παντρεμένος. Ιδού λοιπόν τι συνέβη: Το ξέσπασμα του πολέμου με βρήκε απροσδόκητα στην Κεντρική Αμερική όπου ήμουνα ταξίδι την εποχή εκείνη, ήθελα να παρευρεθώ στο άνοιγμα της διώρυγας του Παναμά και να επισκεφτώ πρώτα τις Αντίλες. Κατάφερα ωστόσο να επιστρέψω στην Ευρώπη μ' ένα ολλανδικό πλοίο, και πήρα μέρος απ' την αρχή στην εκστρατεία εναντίον της Ρωσίας με το σύνταγμα των δραγόνων του μαρκησίου και κόμη φον Γκόντολα. Στις αρχές του έτους 1915, κάτω από τη φοβερή πίεση των στρατευμάτων του μεγάλου δούκα Νικολάου, το δικό μας μέτωπο υποχώρησε πίσω από τα Καρπάθια ως την πεδιάδα κι εξαρθρώθηκε σ' ένα βαθμό, κι ύστερα ακόμα περισσότερο από τις βαριές απώλειες κυρίως από Πολωνούς της Γαλικίας αλλά και Γερμανούς και Ρουμάνους της Βουκοβίνας. Ο Σέμλερ εθεωρείτο ασταθής και απρόβλεπτος χαρακτήρας. Μερικοί μάλιστα βεβαίωναν ότι ήταν απλώς τρελός. Εν πάση περιπτώσει, η διαβίωση στις μικρές φρουρές της Πολωνίας, όπου είχε καταλύσει το σύνταγμα τα τελευταία χρόνια, η ανία και οι υπερβολές στο πιοτό δεν θα πρέπει να είχαν βελτιώσει την κατάσταση του, και σίγουρα θα είχαν βλάψει τα νεύρα του. Επιπλέον κουβαλούσε μια σοβαρή κληρονομική προδιάθεση, τουλάχιστον έτσι βεβαίωνε η μητέρα μου, που είχε γνωρίσει τους Σέμλερ στην Καρινθία. Η μητέρα μου στάθηκε η αιτία που ο πατέρας μου, υπάλληλος του πρωσικού κράτους, είχε εγκατασταθεί τελικά στην Καρινθία, όπου έζησε τον περισσότερο καιρό μετά το γάμο του, στο Ότμαναχ. Το Ότμαναχ ήταν ιδιοκτησία της μητέρας μου. Γνώριζε καλά τους Σέμλερ, Το Βάσερνόιμπουργκ ή Βάσερλέονμπουργκ, απ' όπου κατάγονται οι Σέμλερ, απέχει μόλις μια μέρα με αμάξι από το Ότμαναχ. Κυκλοφορούσαν ένα σωρό ιστορίες με φαντάσματα για το Βάσερνόιμπουργκ. Γενικά πάντως, οι ιστορίες φαντασμάτων σε μια οικογένεια σημαίνουν απλώς ότι οι άνθρωποι είναι λιγάκι αλαφροΐσκιωτοι. Η αλλοκοτιά θα πρέπει να εμφανίστηκε στο σπιτικό των Σέμλερ μαζί με μια κάποια κυρία φον Νόιμαν, περί της οποίας λέγεται ότι δολοφόνησε διαδοχικά πέντε ή έξι συζύγους της, ώσπου ο τελευταίος, ένας Σβάρτσενμπεργκ ή Λόμπκοβιτς, κατάφερε να τη δαμάσει. Τα 'χα ακούσει πολλές φορές να μου τα διηγούνται αυτά, όταν ήμουνα μικρός. Ίσως ήταν απλώς παραμύθια για τα παιδιά. Πάντως ο Σέμλερ δεν εμφάνιζε καμία εκδήλωση νευρασθένειας. Μπορούσε μάλιστα να γίνεται και πολύ φιλικός. Ωστόσο, στις κρίσιμες στιγμές γινόταν ξαφνικά εντελώς απρόβλεπτος. Σύ-ντομα έμελλε να έχω την απόδειξη γι' αυτό. Υπήρξε υπεύθυνος όχι μόνο για τον δικό του θάνατο, αλλά και για κείνον του Χάμιλτον, του Μάλτιτζ και εκατόν είκοσι υπαξιωματικών και δραγόνων. Κόντεψε μάλιστα να προκαλέσει και τον δικό μου θάνατο. Ίσως όμως να μην ήταν πραγματικά ένοχος. Ίσως η τρέλα του να μην ήταν παρά το μέσο για να επιτύχει ένα συγκεκριμένο σκοπό. Η καταστροφή στην οποία οδήγησε την ίλη του, αυτή η εκατόμβη ανθρώπων και ίππων, ίσως να έγινε μόνο και μόνο για να επιτρέψει σ' ένα γεγονός, που δεν μπορούσε πια να συμβεί στη ζωή (γιατί ήταν πολύ αργά), να πραγματοποιηθεί πέραν της ζωής: στο θάνατο, αν θέλετε. Ωστόσο δεν πραγματοποιήθηκε στο θάνατο αλλά μέσα σ' αυτό το χρόνο και το χώρο που βρίσκονται ανάμεσα στη στιγμή του θανάτου και στον ίδιο το θάνατο. Γιατί υπάρχει εκεί ένα διάστημα που, για ορισμένους, δε διαρκεί παρά μια μόνο στιγμή, ενώ για άλλους μέρες ολόκληρες. Εννέα μέρες το πολύ. Αλλιώς, άλλοτε τουλάχιστον, θα έθαβαν ή θα έκαιγαν τους νεκρούς πολύ πιο γρήγορα. Υπήρξαν όμως εποχές, στην αρχαία Ρωσία για παράδειγμα, όπου περίμεναν πάνω από μια βδομάδα προτού τους ενταφιάσουν. Πόση διαφορά ανάμεσα σε μια στιγμή και σε μια βδομάδα!... Δεν καταλαβαίνεις, έτσι δεν είναι; θα επιχειρήσω να στο εξηγήσω. Το απλούστερο θα είναι να σου διηγηθώ πώς έγιναν όλα αυτά.