ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ
βιβλιαΑναμφισβήτητα το σκληρότερο βιβλίο του Ναμπόκοφ. Ο ήρωάς του βρίσκεται αντιμέτωπος με την πιο απάνθρωπη μέθοδο άσκησης ψυχολογικής βίας: την απαγωγή του γιου του από το στρατοκρατικό καθεστώς που επιδιώκει να τον «συμμορφώσει». Τα τελευταία κεφάλαια απαιτούν ένα ιδιαίτερο σθένος από τον αναγνώστη. Ένα οριακό βιβλίο του μεγάλου στυλίστα, συγγραφέα της Λολίτας.
Μια στενόμακρη λακκούβα παρεμβάλλεται στην τραχιά άσφαλτο σαν μια φανταστική πατημασιά ξέχειλη από υδράργυρο, μια τρύπα σαν πέταλο από όπου μπορείς να δεις τον ουρανό του κάτω κόσμου. Ολόγυρα, καθώς την παρατηρώ, μαύρα πλοκάμια υγρασίας απλώνονται και μερικά γκριζοκίτρινα ξεθωριασμένα φύλλα έχουν κολλήσει. Έχουν πνιγεί, θα έλεγα, πολύ πριν η λακκούβα συρρικνωθεί στο τωρινό της σχήμα. Την καλύπτει σκιά, κι όμως περικλείνει ένα μικρό δείγμα του περίλαμπρου τοπίου με τα δέντρα και τα δύο σπίτια. Πρόσεξε καλύτερα. Ναι, αντανακλά ένα κομμάτι του χλομού γαλάζιου ουρανού γλυκιά παιδιάστικη απόχρωση του γαλάζιου γεύση από γάλα στα χείλη μου: είχα μια κούπα μ' αυτό το χρώμα πριν από τριάντα πέντε χρόνια. Αντανακλά κι ένα μικρό κουβάρι γυμνά κλαδιά, το καστανό κοίλωμα ενός εύρωστου κλώνου κομμένου σύρριζα και μια αστραφτερή κιτρινωπή λουρίδα. Σου ξέφυγε, σ' εσένα ανήκει, κίτρινο σπίτι που λιώνεις κάτω από το φως του ήλιου. Καθώς το αγέρι του Νοέμβρη αρχίζει εκείνα τα τρελά, ψυχρά ξεσπάσματα του, ένας μικρός στρόβιλος από κύματα ρυτιδώνει τη στιλπνή της επιφάνεια. Δύο φύλλα με τρεις γλώσσες το καθένα, σαν δύο λουόμενοι με τρία πόδια που τρέχουν τρέμοντας να παραβγούν στο κολύμπι, φτάνουν με φόρα ως το κέντρο ακριβώς, όπου ξαφνικά επιβραδύνουν και μένουν να επιπλέουν ανάσκελα. Είκοσι λεπτά μετά τις τέσσερις. Εικόνα από παράθυρο νοσοκομείου. Δέντρα του Νοέμβρη, λεύκες θαρρώ, δύο απ' αυτές προβάλλουν κατευθείαν μέσα από την άσφαλτο, όλες τους κάτω από τον λαμπρό παγερό ήλιο: φαντάζει ο βαθιά αυλακωμένος φλοιός κι οι μπλεγμένες καμπύλες των αμέτρητων, λείων, γυμνών κλαδιών, αστράφτουν χρυσαφιές καθώς λούζονται έντονα από τον απατηλά γλυκό ήλιο, ψηλά στον ουρανό. Η ακινησία τους έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τον σπασμωδικό κυματισμό της αντανάκλασης τους γιατί η ορατή ταραχή ενός δέντρου εξαρτάται από την ποσότητα των φύλλων του κι εδώ δεν απομένουν παρά μονάχα τριάντα επτά ή κάπου τόσα, διάσπαρτα, στη μία μόνο πλευρά του δέντρου. Μόλις που τρεμοπαίζουν με μιαν απόχρωση ουδέτερη, ο ήλιος όμως τα στιλβώνει και λαμποκοπούν με τη γυαλάδα των παλιών εικόνων, μέσα από τα μπλεγμένα, τρισεκατομμύρια κλαριά. Ξέθωρο γαλάζιο του ουρανού, διάστικτο από τις αχνές, ακίνητες τολύπες των σύννεφων. Η εγχείρηση δεν πήγε καλά και η γυναίκα μου πρόκειται να πεθάνει. Πίσω από έναν χαμηλό φράχτη, στη λιακάδα, μες στη λαμπρή ακαμψία, μια πέτρινη πρόσοψη σπιτιού πλαισιώνεται από δύο κιτρινωπούς πλευρικούς παραστάτες κι ένα πλατύ, κενό, ανόητο περίζωμα: η στολισμένη όψη ενός μπαγιάτικου γλυκού. Τα παράθυρα φαίνονται σκοτεινά τη μέρα. Δεκατρία όμοια: λευκό καφασωτό, πράσινα παντζούρια. Όλα είναι ακόμη ευδιάκριτα, όμως η μέρα δεν θα κρατήσει για πολύ. Κάτι μετακινήθηκε μες στο σκοτάδι ενός παραθύρου: μια θαλερή νοικοκυρά «αποσφραγίζει», όπως θα έλεγε κι ο οδοντογιατρός που είχα όταν ήμουν παιδί, κάποιος δόκτωρ Γουόλσον ανοίγει λοιπόν το παράθυρο, κάτι τινάζει, και τώρα μπορείς να το κλείσεις. Το άλλο σπίτι (στα δεξιά, πίσω από ένα γκαράζ που προεξέχει) είναι τώρα σχεδόν χρυσαφί. Οι πολύκλωνες λεύκες ρίχνουν πάνω του διαυγείς, αναρριχώμενες λουρίδες σκιάς, που προβάλλουν ανάμεσα στα στιλπνά, κυρτά κι ανάκατα κλαριά τους. Όμως όλα ξεθωριάζουν, ξεθωριάζουν... Εκείνη συνήθιζε να κάθεται στα λιβάδια ζωγραφίζοντας κάποιο ηλιοβασίλεμα που όλο άλλαζε, κι ένα χωριατόπαιδο, μικρούτσικο, ήσυχο και ντροπαλό παρ' όλο το γαϊδουρινό του πείσμα, στεκόταν εκεί, πάνω από τον ώμο της και κοίταζε το καβαλέτο, τους πίνακες, το υγρό πινέλο που πηγαινοερχόταν πάνω στην ακουαρέλα σαν γλώσσα φιδιού όμως το ηλιοβασίλεμα είχε χαθεί αφήνοντας πίσω του ένα σωρό από μαβιά απομεινάρια της μέρας, όπως όπως πεταμένα ερείπια, σκουπίδια. Την γκριζόλευκη πρόσοψη αυτού του δεύτερου σπιτιού διασχίζει μια εξωτερική σκάλα, και το παράθυρο του φεγγίτη, όπου οδηγεί, λάμπει τώρα ολοφώτεινο, όπως ήταν πρωτύτερα ο λάκκος γιατί τώρα πια, καθώς έχει μεταμορφωθεί σε ένα θολό, ρευστό, άσπρο πράγμα, με ένα σβησμένο μαύρο μέσα του, μοιάζει με μαυρόασπρο αντίγραφο της προηγούμενης εικόνας. Δεν πρόκειται να ξεχάσω ποτέ ίσως το μουντό πράσινο χρώμα που είχε το λιγοστό γρασίδι μπροστά στο πρώτο σπίτι (σε σχέση με αυτό, το άλλο, το γκριζόλευκο, βρίσκεται κάπως στα πλάγια). Ένα γρασίδι αλλού χορταριασμένο κι αλλού φαλακρό με ένα ασφάλτινο χώρισμα στη μέση, σπαρμένο με χλομά, καστανόγκριζα φύλλα. Τα χρώματα χάνονται. Μια τελευταία αναλαμπή σε εκείνο το παράθυρο όπου τα σκαλοπάτια της μέρας επιμένουν να οδηγούν. Μα κι αυτή χάνεται εντελώς κι αν άναβαν τα φώτα μέσα, θα σκότωναν ό,τι απομένει έξω από τη μέρα. Τα σύννεφα έχουν πάρει το ροδαλό χρώμα του δέρματος και τα τρισεκατομμύρια κλαριά διαγράφονται εξαιρετικά έντονα· μα τώρα, εδώ κάτω, δεν υπάρχει άλλο χρώμα: σπίτια, γρασίδι, φράχτης, οι εικόνες που παρεμβάλλονται, όλα αποχρωματίζονται και γίνονται σταχτιά. Α ναι, ο καθρέφτης της λακκούβας λάμπει με ένα έντονο μαβί. Κάποιοι άναψαν τα φώτα εδώ που βρίσκομαι, κι η θέα από το παράθυρο ξεψύχησε. Όλα είναι μελανιασμένα μαύρα μ' έναν μουντό μπλε ουρανό «φαίνεται μπλε, αλλά γράφει μαύρα» όπως λέει πάνω στο μπουκάλι με το μελάνι, όμως όχι, δεν το λέει, ούτε κι ο ουρανός το λέει, τα δέντρα το λένε με τα τρισεκατομμύρια κλωνιά τους.