ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ
βιβλιαΜετά από δεκαπέντε χρόνια εξορίας, ο Αρθούρο επιστρέφει στη Λίμα του Περού. Έκπληκτος, βλέπει να τον περιμένουν στο αεροδρόμιο παλιοί φίλοι και «συμπολεμιστές» από τα νεανικά του χρόνια, που δεν αργούν να του ξαναφέρουν στη μνήμη τα παλιά τους ανομήματα. Το 1970 ο Αρθούρο και οι φίλοι του, με σύνθημα: «ποίηση και ελευθερία», είχαν διαπράξει μία δολοφονία. Μέσα σε ένα πλαίσιο ανατρεπτικών συμπεριφορών, εκτέλεσαν με συνοπτικές διαδικασίες κάποιον νεαρό φίλο τους που θεωρούσαν προδότη. Αυτή η δολοφονία, της οποίας τα κίνητρα παρέμεναν ανεξιχνίαστα ακόμα και για τους ίδιους, τους καταδίωκε όπου κι αν βρίσκονταν, όσα χρόνια κι αν είχαν περάσει. Οι φίλοι, καταζητούμενοι από την αστυνομία, σκόρπισαν στην εξορία ή στην παρανομία. Σε μια βίαιη πόλη την οποία δυσκολεύεται να αναγνωρίσει, ο Αρθούρο αρχίζει να αναζητά τα πραγματικά κίνητρα και τον υποκινητή αυτής της νεανικής τρέλας. Η έρευνά του θα τον φέρει αντιμέτωπο με μια αναπάντεχη αλήθεια αλλά και με τον ίδιο του τον εαυτό.
Τραγούδησε, ω μισητή θεά, το ταξίδι της επιστροφής, πάνω από το σκοτεινό χρόνο και τις ανώνυμες θάλασσες, του άντρα που δεν είχε πονηριά, που ήταν γιος του βουνού και της ερήμου, του άντρα που κατάφερε να επιστρέψει. Τραγούδησε, Μελιστάλαχτη, αν θέλεις ή αν μπορείς, ειδάλλως κάνε στην άκρη και δώσε τόπο στο χορό. Δεν υπάρχει χορός; Τότε δώσε τόπο στον Κύκλο των ποιητών ή σ' ό,τι μένει από αυτόν. Ας υμνήσει ό,τι μπορεί να υμνήσει κι ας ολοκληρώσει την ιστορία, που αξίζει να ακουστεί κι ας είναι κοινότοπη, όπως κάθε ανθρώπινη ιστορία. Ας μας χρησιμεύσει σαν ξόρκι και ας μας δώσει θάρρος, τώρα, πλάι στις φωτιές που φωτίζουν τα ερείπια της αρχαίας πόλης. Ηχεί μια τρομπέτα με μεταλλικό και πονετικό στρίγκλισμα. Ύστερα, ξανά σιωπή. Τα μάτια ανοιγοκλείνουν, πληγωμένα. Μια αχτίδα φωτός μπαίνει από το παραθύρι μέσα από τη λεπτή, λευκή κουρτίνα. Η μέρα μάλλον θα έχει προχωρήσει πολύ, σκέφτηκε. Ο άντρας σκέπασε τα μάτια του με την άκρη της κουβέρτας και βυθίστηκε πάλι, αργά, σ' εκείνη τη βρόμικη θάλασσα, βαθιά μέσα στο χλιαρό τίποτα. Τον καιρό εκείνο, ο υποκριτής χειμώνας της Λίμα άρχιζε τον Απρίλη, τις τελευταίες μέρες του Απρίλη, για την ακρίβεια. Όλοι καταλάβαιναν πως έφτασε ο χειμώνας όταν, τα χαράματα, ένα αβέβαιο φως έδιωχνε τη σκοτεινιά από τον ανεξιχνίαστο και βρόμικο ουρανό. Από το μοναδικό κι απέραντο σύννεφο που σκέπαζε την πόλη, άρχιζε να πέφτει πάνω στις ταράτσες και στους έρημους δρόμους, πάνω στα κεφάλια των φουρναραίων και των τελευταίων μπεκρήδων ένα λεπτό κι αργό ψιχάλισμα, μια βροχή χωρίς βάρος, το ψιλοβρόχι της Αίμα, αυτή η επίμονη ψιλή φτυσιά τ' ουρανού, που τραγουδούν τα κρεολέζικα βαλς. 'Υστερα ερχόταν η γκρίζα, μονότονη και υγρή ημέρα, μάλλον θλιμμένη παρά κρύα, με ελάχιστο φως. Άπειρο πλήθος ανθρώπων, μέσα στην καπνιά και στο θόρυβο, παραδίνονταν στις απελπισμένες μανίες τους, στις μυστηριώδεις ασχολίες τους, στα ανομολόγητα σχέδια τους. Ταξίδευε εδώ και πολλές ώρες, μέρες, ίσως και χρόνια. Δεν ήξερε πια. Σίγουρα όμως, ήταν κουρασμένος. Τώρα, μαύρες σκέψεις κυρίευαν το νου του, όπως συμβαίνει συνήθως στο τέλος κάθε μακρινού ταξιδιού. Το αεροπλάνο, άξαφνα, έσπασε το στρώμα των νεφών. Λογάριασε πως θα πλησίαζαν πια στο λιμάνι του Καγιάο. Μπορούσε να δει τμήματα της απέραντης πόλης, λουρίδες από χιλιάδες και χιλιάδες αδύναμα φώτα που τρεμόπαιζαν, φωτάκια σαν ποτάμια που αυλάκωναν τη νύχτα της πρωτεύουσας του Περού. Μ' ένα νευρικό αντανακλαστικό κόλλησε το μέτωπο στο παράθυρο. Είχε την ιλιγγιώδη αίσθηση πως απομακρυνόταν αντί να πλησιάζει σ' αυτό το σπινθηροβόλο τέλμα. Ένιωθε ν' ανεβαίνει αντί να κατεβαίνει προς την πάλλουσα λάβα που έπλεε στην άβυσσο. Πέρα μακριά διακρίνονταν μικροί φωτισμένοι λόφοι που δεν ήξερε τι ήταν, ενώ πολύχρωμα φώτα τρεμόπαιζαν καταμεσής σ'ένα σμήνος από κίτρινα ετοιμοθάνατα έντομα. Πέρα από το βουητό των κινιτήρων, η σιωπηλή σκοτεινιά τύλιγε εκείνη τη μεριά του πλανήτη, ο ακίνητος άνεμος της απέραντης κοσμικής νύχτας την κύκλωνε. Και το Περού, το τεράστιο, το άφεγγο, το άθλιο και χαρούμενο, το βίαιο Περού που είχε αφήσει πριν από τόσον καιρό, βρισκόταν κάτω. Κοιμόταν και συνάμα τριζοβολούσε σαν μια θεόρατη πυρά που απλώνει. Ένιωθε άνετα μονάχος, εκεί, στα όρια που χωρίζουν τον κόσμο απ' το διάστημα. Αισθανόταν μετέωρος, όχι μόνο πάνω από την πατρίδα του, τη γη του, μα και στην ίδια του τη ζωή. Μια μεγάλη γαλήνη τύλιγε τα πάντα, μα εκείνος ήξερε πως ήταν απλώς μια φευγαλέα αίσθηση. Την απόλαυσε για μια στιγμή. Μία στιγμή μόνο, ναι, γιατί άξαφνα ένιωσε όπως άλλοτε, πως τα φώτα αυτά που τον γοήτευαν ήταν η λάμψη του ματιού ενός τέρατος που τρέφεται από το παρελθόν. Ενός τέρατος που κρύβει τη ράχη και τα νύχια του μέσα στα σκότη, που σφύζει υποχθόνια με κοφτή ανάσα, με ύπουλο μουγκρητό, και καραδοκεί συνέχεια περιμένοντας την ώρα να χιμήξει και να σου μπήξει τα νύχια. Το Περού, η αγαπημένη και μισητή πατρίδα κοιμόταν εκεί κάτω από την απαρχή του Χρόνου, με το ένα μάτι πάντα ανοιχτό, τρέφοντας μίση τόσο παλιά όσο κι η Ιστορία. Ίσως πλέον δεν είναι σε θέση ν' αφανίσει κανέναν και τίποτα. Ίσως απλώς να παραμονεύει μισοκοιμισμένη και πυρετώδης, μέσα στην οχλοβοή και την ηδονή, την έκρηξη και τον οργασμό, τον αποκεφαλισμό και τον τελευταίο σπασμό, το χορό της ζωής και του θανάτου που εκτελούνταν εκείνη την ίδια στιγμή, σίγουρα, πάνω σ' όλο το απέραντο και άγριο του δέρμα, στο δέρμα του που ρουφάει από τους πόρους του κάτι σαν αίμα, σαν ιδρώτα, το υγρό όνειρο ενός άρρωστου ζώου. Ξανάκουσε το μεταλλικό κρώξιμο και ξύπνησε εντελώς. Κατάλαβε πως δεν ήταν ούτε σάλπιγγα ούτε αλλόκοτο πουλί, ήταν απλώς η κόρνα ενός παγωτατζή που περνούσε από το δρόμο. Χαμογέλασε. Αποφάσισε να αποδιώξει μια και καλή το ταραγμένο μισοΰπνι του· είχε τραβήξει πολύ. Σηκώθηκε μ' ένα μεγάλο χασμουρητό. Γύρεψε αδέξια το ρολόι του στο κομοδίνο. Ήταν σχεδόν μία το μεσημέρι. Φυσικά, σκέφτηκε. Ό,τι τον περιέβαλλε ήταν ξένο και ταυτόχρονα οικείο. Και ήταν καλοκαίρι, βέβαια. Παλιά, αν θυμόταν καλά, τέτοια ώρα έβγαιναν οι παγωτατζήδες στη Λίμα. Την ώρα του φαγητού. Στη Λίμα; Ναι, είχε ξαναγυρίσει στη Λίμα. Ανάσαινε πάλι τον αέρα της παλιάς πόλης, εκεί όπου είχαν αρχίσει όλα. Κάθισε με δυσκολία στην άκρη του κρεβατιού με μια αίσθηση πόνου, ναυτίας και αδυναμίας. Χτες ήταν στην Φρανκφούρτη, σ' άλλο χώρο και σχεδόν σε άλλο χρόνο. Τώρα έξω βρισκόταν η Λίμα, το Περού, η ρίζα που νόμιζε πως είχε ξεριζώσει οριστικά από τη ζωή του. Έτριψε το πρόσωπο με τα δυο του χέρια κι έξυσε τα γένια του. Κοίταξε τη λευκή κουρτίνα με τα χλωμά πράσινα και ροζ ανθάκια που μάλλον τόνιζαν παρά έκρυβαν το μαβί φως που ερχόταν απ' έξω. Με αργές κινήσεις σηκώθηκε όρθιος, για να βρει τη θέση του σε τούτον τον κόσμο, στην κρεβατοκάμαρα που πριν ανήκε στις κόρες του ξάδερφου Ντανιέλ. Είχε κοιμηθεί εκεί βαθιά, από το ξημέρωμα, με την κούραση του ταξιδιού και τις αντιφατικές συγκινήσεις της άφιξης. Η πτήση, με ενδιάμεσους σταθμούς στη Λισσαβόνα, τον Παναμά και το Κίτο, ήταν όντως εξαντλητική. Μα δεν ήταν τίποτα σε σχέση μ' αυτό που ακολούθησε, με τα όσα υπέφερε στο αεροδρόμιο. Η αντιπροσωπεία που τον υποδέχτηκε δεν αποτελούνταν μόνο από αδερφές, κουνιάδους και ξαδέρφια, αλλά κι από καμιά δεκαριά φασαριόζικα ανίψια. Μέσα στη δίνη από αγκαλιές, χαιρετισμούς, φιλιά, μία από τις ανιψούλες του τον είχε ντροπιάσει, σηκώνοντας πάνω από το κεφαλάκι της ένα καρτελάκι όπου έγραφε με μεγάλα γράμματα: «Καλωσόρισες θείε Αρτούρο.» Α, ναι! Και πιο πίσω, χαμογελαστοί, φροντίζοντας να κρατήσουν μια διακριτική απόσταση, τον περίμεναν δύο παλιοί φίλοι. Αυτό μάλιστα, ήταν έκπληξη. Δεκαπέντε χρόνια μετά, δεν τον είχαν ξεχάσει όλοι. Εξάλλου, οι φίλοι τον αγκάλιασαν συγκινημένοι, πάει να πει πως τον θυμούνταν με αγάπη. Πολύ παράξενα ήταν όλα τούτα. Μέσα στο στρόβιλο των συναντήσεων παραλίγο να χάσει τον μπούσουλα. Μια αόριστη αίσθηση τον κυρίεψε όταν είδε εκείνα τα πρόσωπα, εκείνα τα βλέμματα που είχαν ωριμάσει κι ωστόσο έμειναν τα ίδια. Οι φωνές και τα γέλια όλου αυτού του πλήθους των ανθρώπων που είχε να δει τόσον καιρό κι εκείνων των παιδιών που ούτε τα γνώριζε ηχούσαν στ' αφτιά του σαν να υπήρχαν πάντα μέσα στη μνήμη του, σαν ένα κρυμμένο ποτάμι. Η παρουσία του Γουιλφρέδο Φουέντες και του δικηγόρου Τίτο Ρόχας στο αεροδρόμιο, μολονότι ευχάριστη, τον είχε ξαφνιάσει. Κι οι δύο ήταν άνθρωποι από το παρελθόν. Δεν τους είχε ξαναδεί, ούτε είχε μάθει ποτέ νέα τους όλα αυτά τα χρόνια. Έφταιγε λίγο κι ο ίδιος, φυσικά, ποτέ δεν έκανε τίποτα για να μάθει. Ο Φουέντες κρατούσε κάτω από τη μασχάλη μια διπλωμένη εφημερίδα. Δεν μπόρεσε να συγκρατηθεί και ζήτησε να τη δει. Ήταν η Ρεπούμπλικα, δεν την ήξερε. Διάβασε την ημερομηνία: Σάββατο, 2 Μαρτίου 1985. Η πρώτη σελίδα ήταν αφιερωμένη στις εκλογές που πλησίαζαν. Τον έκανε να νιώσει ξένος. Επέστρεψε την εφημερίδα. Κουβέντιασε μαζί τους λίγο και τους κάλεσε στο σπίτι του ξάδερφου Ντανιέλ, όπου οι οικογένεια του είχε ετοιμάσει μια υποδοχή. Ο Γουιλφρέδο δέχτηκε αμέσως. Σημείωσε τη διεύθυνση και είπε πως θα ερχόταν σε λίγο. Ο δικηγόρος, όμως, ζήτησε συγνώμη, δε θα έρθει. Ταραγμένος και συγκινημένος όπως πάντα, είπε πως προτιμούσε να τον δει αργότερα, μόνο του. Ηταν ήδη αργά, είχε κάτι δουλειές να κάνει. Έδωσαν ραντεβού τρεις μέρες μετά, στο κέντρο της Λίμα, απέναντι από τις Βερσαλλίες, στο καφεστιατόριο της πλατείας Σαν Μαρτίν, στέκι τους από την εποχή που ήταν φοιτητές. Αφού παρέλαβε τις αποσκευές του, ένα καραβάνι από αυτοκίνητα τον συνόδεψε ως το σπίτι του Ντανιέλ. Εκεί θα έμενε και θα δούλευε ένα μήνα. Εκεί, το ίδιο βράδυ, οι αδερφές, θείες και ξαδέρφες ήθελαν να κεράσουν ένα ποτό. Εκεί τους είδε όλους από κοντά. Διέκρινε στο πρόσωπο της μητέρας του τις αληθινές ρυτίδες των γηρατειών, στα μαλλιά των αδερφών του, σκόρπιες, τις πρώτες άσπρες τρίχες. Τα χρόνια είχαν αλλάξει την αλλοτινή αμυδρή χαρά της μητέρας του, τη σεμνότητα και τη σιωπή της. Κάτι σ' εκείνη είχε κατασταλάξει με τον καιρό κι εκδηλωνόταν τώρα ευεργετικά. Ο αληθινός εαυτός της θαρρείς και είχε ξεπροβάλει στην επιφάνεια για να δείξει πως ήξερε κι εκείνη να γελά. Επιτέλους, η μητέρα του αποφάσισε να κατακτήσει πάλι τη θέση που της ανήκε πάνω στη γη, τη θέση που αρνιόταν από τότε που έμεινε χήρα. Τις επόμενες μέρες θα την έβγαζε μια φωτογραφία· ποτέ δεν είχε μια καλή φωτογραφία της στην Ευρώπη. Η σχετική ηρεμία δεν βάστηξε για πολύ. Η βουερή οικογενειακή ατμόσφαιρα από τα παλιά γέμισε πάλι το σπίτι. Τώρα ήταν ακόμα χειρότερα, γιατί γύρω από τη μάνα του, ακούραστη όπως πάντα, πηδοβολούσαν τα ανίψια του και οι γονείς τους δεν έκαναν καμιά προσπάθεια να τα συγκρατήσουν. Όλος ο κόσμος κουβέντιαζε και γελούσε. Οι άντρες άρχισαν να πίνουν και κάπου κάπου οι γυναίκες έρχονταν να τον αγκαλιάσουν και να τον φιλήσουν, σαν να μην πίστευαν ακόμα πως είχε γυρίσει από τόσο μακριά. Μα κι ο ίδιος, ήταν στιγμές που ξαφνιαζόταν με τα χρόνια που είχαν περάσει, με το κλείσιμο μιας τόσο μεγάλης παρένθεσης, με το τέλος μιας απουσίας που κάποτε νόμιζε πως ήταν οριστική κι αμετάκλητη.