€18.13 €20.14
Στο καλαθι βιβλιαΕίκοσι επτά διηγήματα γραμμένα σε διαφορετικές χρονικές περιόδους της ζωής του Λουίς Σεπούλβεδα. Ο ΤΕΛΕΥΤΑΙΟΣ ΦΑΚΙΡΗΣ: ή, η φροντίδα του κουμπάρου στο νεκροθάλαμο. ROLANDBAR: Φόνος εξ αμελείας. Πέντε χρόνια. Τρία λόγω προτέρου εντίμου βίου. ΑΝ ΔΕΝ ΕΧΕΙΣ ΠΟΥ ΝΑ ΚΛΑΨΕΙΣ: τράβα στης Μαμά Αντόνια. Φεύγοντας θα έχεις κλάψει με την ψυχή σου. Η επιχείρηση χορηγεί λεμόνι και παγάκι για να ξεπρηστούν τα βλέφαρα. ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΚΑΤΙ ΠΟΥ ΕΧΑΣΑ Σ’ ΕΝΑ ΤΡΕΝΟ: Ο κρατούμενος στο τρένο κρατούσε μαχαίρι κρυμμένο στην κάλτσα. ΑΛΛΑΓΗ ΠΟΡΕΙΑΣ: Η ομίχλη, η γέφυρα, το τρένο. Η απέναντι όχθη του χρόνου. ΕΝΑ ΣΠΙΤΙ ΣΤΟ ΣΑΝΤΙΑΓΟ: στο 20 της οδού Ρικαντέν. αλλοτε το βρίσκεις, άλλοτε όχι. ΑΥΤΟΜΑΤΟΣ ΤΗΛΕΦΩΝΗΤΗΣ: κάποιου που δεν είναι στην άλλη άκρη της γραμμής και ίσως πλησιάζει την πόρτα του σπιτιού σας... MY FAVORITE THINGS: είναι ο τίτλος της κασέτας του Τελόνιους Μονκ που πέθανε πριν λίγες μέρες. Στο σαξόφωνο, ο αισθησιακός Τζον Κολτρέιν. ΣΧΕΤΙΚΑ ΜΕ ΤΗ ΧΘΕΣΙΝΗ ΕΦΗΜΕΡΙΔΑ: «Είμαστε υποχρεωμένοι να ενημερώσουμε την κοινή γνώμη για τα ακόλουθα...» ΕΝΑΣ ΑΝΘΡΩΠΟΣ ΠΟΥ ΠΟΥΛΟΥΣΕ ΓΛΥΚΑ ΣΤΟ ΠΑΡΚΟ: «Εγώ, κακό δεν έχω κάνει στη ζωή μου. Κάτι άνθρωποι με μαύρα γυαλιά πήραν την άδεια μικροπωλητού μου κι έφυγαν. Κι εγώ θ’ αναγκαστώ να τους δώσω όλους τους αριθμούς των αυτοκινήτων που σταμάτησαν μπροστά στο βιβλιοπωλείο την περασμένη εβδομάδα...» ΕΝΑ ΑΜΑΞΙ ΕΧΕΙ ΣΤΑΘΕΙ ΜΕΣΑ ΣΤΗ ΝΥΧΤΑ: «ακούω τα βήματά τους στη σκάλα. Ψάχνουν τις πόρτες. Μου λένε ν’ ανοίξω ειδάλλως...» ΠΕΡΙ ΕΘΝΙΚΩΝ ΕΠΕΤΕΙΩΝ: Όταν στη Χιλή υψώνεται η αργεντινή σημαία. ΑΚΡΙΒΗΣ ΑΣΥΝΕΠΕΙΑ: Η Ελένα δεν κατέβηκε στο Παρίσι. ΜΙΚΡΟ ΒΙΟΓΡΑΦΙΚΟ ΕΝΟΣ ΜΕΓΑΛΟΥ: «Στρατηγέ μου, σας απασχολώ περιμένοντας τους αξιωματούχους που θα μας πουν αν είστε ήρωας ή κάθαρμα.» ΤΟΛΑ ΣΕ ΔΕΚΑ ΠΡΑΞΕΙΣ: «Εφεξής, τα μόνα επιτρεπτά συνθήματα είναι τάξη και πειθαρχία. Λοχαγέ Εσπινόσα, βρες μου ένα κωλοχώρι που να ’ναι στου διαόλου τη μάνα και δειξ’ το μου στο χάρτη.» «Εδώ, στρατηγέ μου. Τόλα.» «Μ’ αρέσει Εσπινόσα. Μ’ αρέσει». Ο ΒΙΒΛΙΟΘΗΚΑΡΙΟΣ: «Μιαν αλήθεια!» Με διέταζε ο Κύριός μου. Κι εγώ έψαχνα μέσα στα χειρόγραφα των αληθειών. ΚΑΦΕΣ: με τη γεύση της αποτυχίας στο φλιτζάνι. ΚΑΠΟΙΟΣ ΠΑΝΩ ΠΕΡΙΜΕΝΕΙ ΓΑΡΔΕΝΙΕΣ: «Είμαι μπρος στην πόρτα σου, ντυμένος στην τρίχα, κρατώντας ένα μπουκέτο γαρδένιες...» ΙΣΤΟΡΙΑ ΑΓΑΠΗΣ ΧΩΡΙΣ ΛΟΓΙΑ: Η Μαμπέλ ήταν η μικρότερη από τρεις αδελφές, όλες μουγκές εκ γενετής, που είχαν ένα μαγαζάκι σε μια λαϊκή γειτονιά του Σαντιάγο. ΕΡΩΤΙΚΟ ΡΑΝΤΕΒΟΥ ΣΕ ΜΙΑ ΕΜΠΟΛΕΜΗ ΧΩΡΑ: «Ο αιχμάλωτος που ξέρει πως θα τον σκοτώσουν πριν το ξημέρωμα είναι άντρας μου. Είναι ένας φουκαράς. Έγινε χαφιές γιατί τον παράτησα. Από αγάπη.» ΤΡΟΠΟΙ ΝΑ ΒΛΕΠΕΙΣ ΤΗ ΘΑΛΑΣΣΑ: «Να πάρει ο διάολος! Ήρθα να δω τη θάλασσα, και χάνω εδώ την ώρα μου σαν ηλίθιος, ξεχνώντας πως έχω έρθει για να δω τη θάλασσα.» ΣΤΗΝ ΑΛΛΗ ΟΧΘΗ ΤΟΥ ΧΡΟΝΟΥ: Όταν το βιβλίο σε περιμένει στη βιτρίνα του παλαιοβιβλιοπώλη. ΑΛΛΗ ΜΙΑ ΠΟΡΤΑ ΤΟΥ ΟΥΡΑΝΟΥ: «Εδώ δεν έχουμε να φάμε κι εσύ πας και μου αγοράζεις εφημερίδες...» «Πρέπει να ενημερωνόμαστε». Το πρώτο βιβλίο όπου ο Λουίς Σεπούλβεδα συνδυάζει όλα τα στοιχεία που βρίσκονται διάσπαρτα στα μυθιστορήματά του. Αναμφισβήτητα το πληρέστερο μέχρι στιγμής έργο του μεγάλου Χιλιανού συγγραφέα.
Αν δεν έχεις πού να κλάψεις Αν δεν έχεις πού να κλάψεις, θυμήσου με και τράβα στης Μαμά Αντόνια. Δεν είναι δύσκολο να βρεις το παλιό, ξύλινο σπίτι· αρκεί να ρωτήσεις τους λιμενεργάτες, κι εκείνοι, χωρίς πολλά πολλά, θα σου πουν πώς να πας. Υπάρχει περίπτωση να σ' αιφνιδιάσει το πρόστεγο και να τα χάσεις, να νομίσεις πως έκανες λάθος, πως είσαι έξω από το σπίτι του αρχιεπισκόπου. Εσύ, όμως, μην κωλώσεις- προχώρα, σπρώξε την τζαμόπορτα, μη δώσεις σημασία στις ανδρόγυνες μορφές των χερουβείμ που κοσμούν τους τοίχους, και χτύπησε το κουδούνι μια φορά. θα σου ανοίξει ένα πλάσμα που είναι σαν να 'χει βγει απ' τα τάρταρα. Είναι ένας άνθρωπος αλλόκοτος δε χωράει αμφιβολία. Στα μπαρ του λιμανιού διηγούνται πως ένα τραμ του 'κόψε και τα δυο πόδια την ώρα που έτρεχε να ξεφύγει από ένα σύζυγο ζηλιάρη, και πως σύρθηκε ως της Μαμά Αντόνια για να της εκβάλει το δράμα του. Λένε, επίσης, πως η Μαμά Αντόνια τον λυπήθηκε αυτόν τον κουτσουρεμένο άνθρωπο που σφάδαζε, και πως, αφού πλήρωσε απ' την τσέπη της τους απαραίτητους καυτηριασμούς, έβαλε και του 'φτιαξαν ένα περίπλοκο σύστημα με ελατήρια που τον ξυπνάει με το πρώτο χτύπημα του κουδουνιού και τον κάνει να τιναχτεί πάνω σαν κάτι φασουλήδες μέσα απ' το κουτί. Λένε ένα σωρό ιστορίες στα μπαρ του λιμανιού... τους ξέρεις τώρα αυτούς άμα ανοίξουν το στόμα τους... Ο κολοβός θα πιάσει ένα κιτρινισμένο κατάστιχο, θα σημειώσει τ' όνομα σου, την ηλικία σου, το επάγγελμα σου, και θα σε ρωτήσει για ποιο λόγο θες να κλάψεις. Αν δεν τον έχεις καταλάβει ούτε εσύ, ή αν δεν έχεις κανένα λόγο, δεν πειράζει. Μια από τις υπηρεσίες που σου παρέχει η επιχείρηση, είναι και το να σε προμηθεύει με λόγους για να κλάψεις γοερά ή σιωπηλά. Σ' εσένα μένει να διαλέξεις. Ο κολοβός θα σαλτάρει πάνω σε μια καρέκλα με ρόδες και θα σε οδηγήσει μέσα από έναν σκοτεινό διάδρομο, ώσπου να φτάσετε μπροστά σε μιαν ανοιχτή πόρτα. Μες στο δωμάτιο θα δεις ένα κρεβάτι, μια καρέκλα κι έναν καθρέφτη. Θα νιώσεις αμήχανα αυτό είναι σίγουρο, αλλά κάτι που έχει μεγάλη σημασία, είναι να 'χεις εμπιστοσύνη, να 'χεις εμπιστοσύνη στη Μαμά Αντόνια. θα σε καταλάβει μια σχεδόν ακαταμάχητη διάθεση φυγής, κι εκεί που θα 'σαι έτοιμος να το σκάσεις, θα δεις να στέκεται στο κατώφλι μια γυναίκα τόσο χοντρή, που θα νομίζεις πως δε θα χωράει να περάσει από την πόρτα. Αμίλητη, μα αγκομαχώντας απ' το πάχος, θα σε πλησιάσει, θα σε ρίξει στο κρεβάτι, θα πέσει πάνω σου και θα σε φιλήσει στο στόμα, βυθίζοντας τη γλώσσα της ως το λαρύγγι σου. Τη στιγμή που δε θα μπορείς να πάρεις ανάσα, εκείνη θα σηκωθεί και θ' αρχίσει να γδύνεται, χωρίς να πάψει να σε κοιτάζει. Μην τρομάξεις, θα σε κοιτάζει με μίσος· ένα μίσος ανελέητο, που θα δυναμώνει το αγκομαχητό της. Αυτή είναι η Μαμά Αντόνια. θα δεις μια μάζα σκούρες σάρκες: κάτι βυζιά χοντρά σαν κολοκύθες, με ρόγες μεγάλες σαν σφιχτές γροθιές, κι ένα βαρέλι απ' όπου ξεφυτρώνουν δυο πόδια τερατώδη, ανάμεσα στα οποία, κάτω από ζάρες λιπαρές, θα μπορέσεις να διακρίνεις το αραιό τρίχωμα ενός κρυφού εφηβαίου. θα διαπιστώσεις επίσης πως αυτός ο σάρκινος ασκός βρίσκεται σε διαρκή κίνηση και πως θ' αρκούσε μια μελετημένη μαχαιριά για να τον ανοίξεις και να σκορπίσεις το γλοιώδες πλάσμα σ' όλο το δωμάτιο. Εκείνη δεν θα σου πει κουβέντα. Μόνο, την ώρα που θα σε πολιορκεί, θα βογκήξει, κι ύστερα, την ώρα που θα σε γυροφέρνει σε μια θηριώδη τελετή σαγήνης, θα ουρλιάξει σαν λύκος. Θα νιώσεις στριμωγμένος στα σκοινιά, κι απ' το σημείο όπου θα βρίσκεσαι (το δωμάτιο έχει τέσσερις γωνίες, κι είναι αδιάφορο ποιαν απ' τις τέσσερις θα 'χεις διαλέξει για να χωνιαστείς), θα τη βλέπεις να ιδροκοπάει και να στάζει ακατάπαυστα, θ' ακούσεις να βγαίνει απ' ανάμεσα στα πόδια της ένας ήχος σαν κάποιος να ποδοπατάει βατράχια, θα δεις τ' άσπρα της μάτια, θα δεις να κρέμεται έξω από το στόμα της μια γλώσσα απερίγραπτων διαστάσεων, από το τρίξιμο των δοντιών της θ' ανακαλύψεις το μεγαλείο των οργασμών της και, βλέποντας το πηγαινέλα του δεξιού χεριού της ανάμεσα στα πόδια της, θα καταλάβεις πως είναι ακαταπόνητη. Τότε, φοβισμένος απ' τον ίδιο τον ερεθισμό σου, θα βογκήξεις εσύ, αλλά μην ανησυχήσεις· να 'χεις μόνο στο νου σου πως τίποτα που έχει να κάνει με τον πόθο δεν είναι χυδαίο. θα πετάξεις τα ρούχα σου όπου βρεις, και θα ριχτείς πάνω σ' αυτή τη μάζα, αγκομαχώντας κι εσύ σαν σκυλί, θα 'χεις την αίσθηση πως αυτή η ζεστή και λιπαρή σάρκα σ' έχει καταπιεί, θα φιλήσεις, θα δαγκώσεις, θα προσπαθήσεις να πληγώσεις, να προκαλέσεις πόνο, πόνο που απελευθερώνει, θα χτυπήσεις ψάχνοντας με το φύλο σου την κρυφή οπή, θα πλανηθείς όταν θα νιώσεις το εργαλείο σου, τυφλό κι αδέξιο, να εφορμά και ν' αδειάζει χωρίς να καταφέρνει να κορέσει τον πόθο σου που όσο πάει και μεγαλώνει, θα θελήσεις να κάνεις κάτι παραπάνω, αυτό το «κάτι παραπάνω» της ντροπής, θα θυμηθείς πως έχεις κι εσύ μια γλώσσα, και θα προσπαθήσεις να τη χώσεις ανάμεσα στα πόδια της, όμως η Μαμά Αντόνια θα σε απωθήσει, για να μην εμποδίσεις την επικείμενη χιονοστιβάδα της αυνανιστικής ηδονής της. Τώρα, ναι: θ' ανασηκωθείς έντρομος· τώρα, ναι: θα 'χεις αηδιάσει. Μάταια θ' αναζητήσεις το είδωλο σου στον καθρέφτη. Μόνο η Μαμά Αντόνια θα 'ναι μες στο τζαμί, μόνο αυτή η μάζα που βογκάει, που, στιγμές, πνίγεται με το ίδιο της το σάλιο. Θα ντυθείς στο άψε-σβήσε, θα πας ν' ανοίξεις την πόρτα για να διαπιστώσεις πως είναι κλειδωμένη απ' έξω, θα φωνάξεις του κολοβού να σε βγάλει από κει, θα του τάξεις χρήματα, το ρολόι σου, ό,τι έχεις πάνω σου αρκεί να σου ανοίξει την πόρτα, όμως οι φωνές της Μαμά Αντόνια θα 'ναι πιο δυνατές απ' τις δικές σου, και τότε, χωρίς να το καταλάβεις, θα βρεθείς πεσμένος στα γόνατα, ξύνοντας την πόρτα και κλαίγοντας σαν παιδί. Θα κλάψεις ώρα πολλή, θα περάσεις απ' το ανεξέλεγκτο αναφιλητό στο αργό, σχεδόν σιωπηλό κλάμα του αθώου, κι όταν θα 'χεις κουραστεί, θα στρέψεις το κεφάλι για ν' ανακαλύψεις πως η Μαμά Αντόνια έχει ντυθεί, είναι καθισμένη στο κρεβάτι και σε κοιτάζει με καλοσύνη. Τότε θα κλάψεις από ντροπή, κι εκείνη θα σε καλέσει κοντά της, θα σου χαϊδέψει το κεφάλι, θα σκουπίσει τις μύξες και τα σάλια σου, και θα σε ρωτήσει αν αισθάνεσαι καλύτερα ή αν θες να κλάψεις κι άλλο. Αν διαλέξεις το δεύτερο, μη σ' απασχολεί: την ώρα που θα βγαίνεις απ' το σπίτι, η επιχείρηση θα σου κάνει δώρο μια σταγόνα λεμόνι σε κάθε μάτι κι ένα παγάκι για να ξεπρηστούν τα βλέφαρα.