€11.45 €12.72
Στο καλαθι βιβλιαΟ ενωμοτάρχης Τζορτζ Ουάσινγκτον Καουκαμάν είναι ένας Χιλιανός χωροφύλακας, απόγονος ινδιάνων, που κυνηγάει ζωοκλέφτες στα ορεινά της Χιλής. Για κακή του τύχη μετέχει σε μία συμπλοκή με το γιο του πολύ ισχυρού Στρατηγού Καντέρας κατά τη διάρκεια της οποίας: "...ο πολίτης Μανουέλ Καντέρας εδέχθη δύο σφαίρας διαμετρήματος δεκατεσσάρων χιλιοστών εις την οπισθίαν χώραν, συνεπεία του οποίου τού απεκόπησαν εγχειρητικώς το εκατόν τοις εκατόν του δεξιού γλουτού και το εβδομήκοντα τοις εκατόν του αριστερού." Ή, όπως εξηγεί στον ινδιάνο αστυνομικό ο ανώτερός του στην ιεραρχία επιθεωρητής: "...Τζορτζ Ουάσινγκτον Καουκαμάν, μιλάμε για το γιο του στρατηγού Καντέρας, κι εσύ τον ξεκώλωσες στην κυριολεξία! (...) Μην ακούσω λέξη! Σε στέλνω στην πρωτεύουσα..." "Στην πρωτεύουσα; Αρχηγέ, μη μου το κάνεις αυτό..." Τι μπορεί αλήθεια να κάνει ένας ινδιάνος αστυνομικός στη μολυσμένη πρωτεύουσα, επιφορτισμένος με το βαρύ έργο της παρακολούθησης ροζ τηλεφωνημάτων; Τι κάνει για να αντιμετωπίσει την εκδικητική οργή των στρατοκρατών που ελέγχουν τη χώρα και τις τηλεπικοινωνίες; Πως εναντιώνεται κανείς στη μάστιγα των "εξαφανίσεων" της Πινοσετικής δικτατορίας; Ο Λουίς Σεπούλβεδα σε μία από τις πλέον διασκεδαστικές και ανάλαφρες στιγμές του.
Πιστολέρο Ο ενωμοτάρχης Τζορτζ Ουάσινγκτον Καουκαμάν φώναξε: «Μην κουνηθείτε, σας την άναψα!», κι οι καβαλάρηδες ακινητοποίησαν τ' άλογα τους. Τέλεια συγχρονισμένοι, μετά από τόσα χρόνια που κυνηγούσαν ζωοκλέφτες στο διάσελα της Παταγονίας, δυο χωροφύλακες ξεπρόβαλαν απ' τις συστάδες των θάμνων με προτεταμένα τα τουφέκια τους. Ο Καουκαμάν έκανε να πάει προς τους άντρες του, αλλά κάτι δεν του άρεσε στον τρόπο που στεκόταν ο επικεφαλής της ομάδας: ενώ ζητούσε να τον αφήσουν να δείξει την ταυτότητα του, είχε το ένα του χέρι κρυμμένο κάτω από το πόντσο. Όταν ο Καουκαμάν είδε ν' αστράφτει το μεταλλικό κοντάκι του μυδραλλιοβόλου, φώναξε: «Παιδιά, προσέξτε!», όμως ο καβαλάρης είχε ήδη πετάξει το πόντσο πάνω από τον ώμο του, είχε σηκωθεί όρθιος πάνω στους αναβολείς κι απασφάλιζε το όπλο. Μ' έναν πήδο, ο Καουκαμάν βρέθηκε κοντά του, σήκωσε την κοντόκαννη Remington και πυροβόλησε. Ο άντρας εκσφενδονίστηκε σαν να του 'χαν δώσει μια τρομαχτική κλοτσιά στον κώλο. «Τζορτζ Ουάσινγκτον Καουκαμάν...» είπε ο επιθεωρητής. «Διατάξτε...» περιορίστηκε ν' απαντήσει ο άλλος, χωρίς να καθίσει στην καρέκλα που του 'δείχνε ο προϊστάμενος του, όχι από συστολή, αλλά επειδή οι μπότες και το παντελόνι του ήταν λερωμένα με κοπριά. Τι διάολο... Η ζωή ενός χωροφύλακα που κυνηγάει ζωοκλέφτες, δεν είναι μονοπάτι στρωμένο με ρόδα. «Νεαρέ μου, είσαι χωμένος στα σκατά ως το λαιμό.» «Εδώ και δεκαπέντε χρόνια, αρχηγέ. Οι δικές μας οι υποθέσεις κι εσύ το ξέρεις καλύτερα από μένα δε λύνονται από τα γραφεία. Εγώ μπορώ να μυρίσω τη σβουνιά μιας αγελάδας και να σου πω πώς λεγόταν η γιαγιά του γελαδάρη.» Ο επιθεωρητής σταύρωσε τα χέρια του πάνω στο φάκελο που ήταν πάνω στο γραφείο, και συγκατένευσε με το κεφάλι. Είχε μπροστά του έναν απ' αυτούς τους αστυνομικούς που, ο κόσμος να χαλάσει, τη δουλειά τους θα την κάνουν, αδιαφορώντας αν θα τους κρεμάσουν ένα τιμητικό μετάλλιο στο στήθος, ή αν, αντιθέτως, θα βρεθούν οι ίδιοι κρεμασμένοι από μια μοναχική βελανιδιά των ʼνδεων. ʼνοιξε το φάκελο και, πριν διαβάσει για εκατοστή φορά τις νομικίστικες μπούρδες που ήταν γραμμένες εκεί μέσα, κοίταξε προσεκτικά το συνομιλητή του: ήταν πάνω από 1.70 ύψος, το σώμα του ήταν σαν αιωνόβιος κορμός που τον έχει κόψει στα δυο ένας κεραυνός, το να ονομάσεις «λαιμό» το διάστημα ανάμεσα στο κεφάλι και το υπόλοιπο σώμα ήταν μια άστοχη μεταφορά, τα μάτια του άστραφταν σαν δυο μαύρα κάρβουνα, και τα μαλλιά του μαύρα, πυκνά, ακατάστατα πρόδιδαν το καθαρό αίμα των μαπούτσε που έτρεχε στις φλέβες του. «Τζορτζ Ουάσινγκτον Καουκαμάν, ήμουν καθηγητής σου στη Σχολή της Αστυνομίας κι υπήρξα πάντα ειλικρινής απέναντι σου. Σου 'χα πει πως το να 'σαι μαπούτσε σ' αυτή την κωλοχώρα, είναι το ίδιο κακό με το να 'σαι νέγρος στην Αλαμπάμα. Σου 'χα πει πως δεν υπήρχε περίπτωση να κάνεις καριέρα στην πόλη, και γι' αυτό σε τοποθέτησα στη χωροφυλακή. Κι αν θυμάσαι, δεν κουράστηκα να λέω και να σου ξαναλέω να μην μπλεχτείς σε φασαρίες με τους στρατιωτικούς.» «Με όλο το σεβασμό, αρχηγέ, εγώ το καθήκον μου έκανα και τίποτ' άλλο.» Ο επιθεωρητής παραδέχτηκε πως, γι' άλλη μια φορά, εκείνος ο σκατωμένος αστυνομικός είχε δίκιο. Οι καλοί αστυνομικοί, σκέφτηκε, έχουν κάτι το αυτοκαταστροφικό, κι αυτό τους κάνει να θέλουν να εκπληρώσουν το καθήκον τους, όποιες κι αν είναι οι συνέπειες. Ύστερα, έπιασε να διαβάζει από το φάκελο: «"...κατόπιν της ατυχούς επεμβάσεως της αστυνομίας, ο πολίτης Μανουέλ Καντέρας εδέχθη δύο σφαίρας διαμετρήματος δεκατεσσάρων χιλιοστών εις την οπισθίαν χωράν, συνεπεία του οποίου του απεκόπησαν εγχειρητικός το εκατόν τοις εκατόν του δεξιού γλουτού και το εβδομήκοντα τοις εκατόν του αριστερού". Τζορτζ Ουάσινγκτον Καουκαμάν, μιλάμε για το γιο του στρατηγού Καντέρας, κι εσύ τον ξεκώλωσες στην κυριολεξία!» «Το ξέρω, αρχηγέ. Ξέρω πως ο στρατηγός είναι μέγας και τρανός, αλλά ο φάκελος δε λέει πως ο νεαρός κουμαντάριζε μια συμμορία που είχε κλέψει από το ράντσο Ελ Ροσάριο σαράντα αγελάδες Holstein και τις οδηγούσε στην Αργεντινή. Κι ούτε σ' άκουσα να διαβάζεις πως ο νεαρός σκόπευε να μας θερίσει μ' ένα USI.» Ο επιθεωρητής άναψε ένα τσιγάρο, σούφρωσε τη μύτη του και συνέχισε το διάβασμα: «"Ο Μανουέλ Καντέρας υιός και τίνες φίλοι του είχον εκδράμει εις την εξοχήν (άπαντες, πρώην μέλη των ενόπλων δυνάμεων, λάτραι της φύσεως και των θέλγητρων της επαρχίας), όταν, συναντήσαντες όλως τυχαίως ένα κοπάδι ζώα τα οποία είχον χάσει τον δρόμον τους, έμπλεοι της αισθήσεως του καθήκοντος, απεφάσισαν να τα επιστρέψουν εις τας γενεθλίους βοσκάς των, εις τα περίχωρα του Παλένα. Καθ' ον χρόνον, λοιπόν, ωδήγουν το ποίμνιον, εδέχθησαν την αιφνιδιαστικήν επίθεσιν ενός αποσπάσματος της αστυνομίας..." με παρακολουθείς;» «Κολοκύθια στον πάτερο, αρχηγέ. Τι απόφαση πήρες για μένα;» «Το λογικό θα ήταν να υπακούσω στις επιθυμίες του στρατηγού Καντέρας και να σε αποτάξω, για να σ' αναλάβουν μετά οι άνθρωποι του. Εγώ, όμως, σ' ορκίζομαι στους άντρες μου, δε θα βάλω ποτέ τη ζωή ενός άστυνομικού ίσα με τον κώλο οποιουδήποτε καραβανά...» «Καν' τα πιο λιανά, αρχηγέ.» «Κατάφερα να πείσω τον ψυχολόγο του Σώματος να σου διαγνώσει υπερκόπωση, εξαιτίας της οποίας ενήργησες κατά τρόπο ριψοκίνδυνο.» «Δεν καταλαβαίνω τίποτα.» «Ότι τα 'χεις μισοπαίξει, μαλάκα! Και γι' αυτό την έχεις δει πιστολέρο. Μην ακούσω λέξη! Πρέπει να σε διώξω από δω... να σου αλλάξω ζωή... Σε στέλνω στην πρωτεύουσα. Αυτή η κωλοχώρα έχει σύνορα γύρω στα πέντε χιλιάδες χιλιόμετρα, από παντού μπαινοβγαίνουν λαθραία αγελάδες, τσιγάρα, ναρκωτικά, κι εγώ να πρέπει να στερηθώ τις υπηρεσίες ενός καλού αστυνομικού, επειδή σμπαράλιασε τον κώλο του γιου ενός στρατηγού... Τελοσπάντων, εγώ για το καλό σου το κάνω. Δεν έχω άλλο τρόπο να σε προστατέψω.» Η πρωτεύουσα... Ο Τζορτζ Ουάσινγκτον Καουκαμάν άκουσε τη λέξη σαν να δέχτηκε ένα ηχηρό χαστούκι. Τι στο διάολο θα 'κάνε στην πρωτεύουσα; Εδώ και πάνω από δεκαπέντε χρόνια κυνηγούσε τους ζωοκλέφτες και τους κοντραμπαντιέρηδες, και φυσικό του στοιχείο ήταν τα βουνά. Μπορούσε να κοιμηθεί άνετα πάνω σ' ένα άλογο, μέσα σ' ένα λάκκο σκαμμένο στο χιόνι, ή δεμένος στο κλαρί μιας βελανιδιάς, για να φυλάγεται απ' τα πούμα. Σαντιάγο... Η πρωτεύουσα... Όλα αυτά του ακούγονταν τρομερά. «Στην πρωτεύουσα; Αρχηγέ, μη μου το κάνεις αυτό...» «Σε νιώθω, παλικάρι μου. Όμως δεν υπάρχει άλλη λύση, και δέσε καλά το παντελόνι σου γιατί δε σου 'χω πει ακόμα το χειρότερο: τώρα με τη μεταπολίτευση, η ηγεσία της αστυνομίας δεσμεύτηκε να βελτιώσει την εικόνα του Σώματος, και κανένα Τμήμα δε γουστάρει να 'χει τύπους με ιστορικό σαν το δικό σου. Έτσι, μετά κόπων και βασάνων, σου εξασφάλισα μια θέση στο Τμήμα Ηθών. Καμιά ερώτηση;» «Ναι, αρχηγέ. Τι καιρό κάνει στην πρωτεύουσα;» «Κρύο, παλικάρι μου. Τον Αύγουστο, κάνει πάντα πολύ κρύο.» Ο Τζορτζ Ουάσινγκτον Καουκαμάν χρειάστηκε κάμποσα μπουκάλια ρακί για να συνέλθει από μια τόσο βάναυση έκπληξη και, σκνίπα στο μεθύσι, κατέληξε αγκαλιά με τ' άλογο του, να κλαίει το κλάμα το βουβό των παλιών κασίκων, δαγκώνοντας τα χείλια του ώσπου να τα ματώσει, όπως έκαναν οι τόκι, οι ηγέτες των μαπούτσε, όταν παρέδιδαν τα σκήπτρα της εξουσίας μετά τις ήττες, κι έτσι, σε μια τελετουργία αργή, αλλά αποφασιστική, αποχαιρέτησε τις χωριάτικες μπότες του, τ' ασημένια σπιρούνια του, την πέτσινη σέλα του, τους αναβολείς τους σκαλισμένους σε ξύλο αβοκάδο, το μαστίγιο από εντόσθια γουανάκο το πόντσο από κετσέ που τον είχε προστατέψει απ' τα χειρότερα κρύα, και την καραμπίνα Remington με τις δύο κομμένες κάννες, αυτήν που υπήρξε,το καλύτερο φυλαχτό του στις πιο δύσκολες στιγμές, μα δε θα μπορούσε να κάνει τίποτα μπροστά στην οργή ενός στρατηγού με ξεκωλωμένο γιο. Ξύπνησε απ' τη σούρα ξετρελαμένος απ' το στομαχόπονο που θερίζει τους αστυνομικούς, και μόνο χάρη σε τρία αναβράζοντα δισκία σόδας κατάφερε να σταθεί και πάλι στα πόδια του. Μια εβδομάδα αργότερα, ο ενωμοτάρχης Τζορτζ Ουάσινγκτον Καουκαμάν, ντυμένος σαν γαμπρός και χωρίς το παραμικρό ίχνος κοπριάς στα ρούχα του, ανέβαινε τη σκαλίτσα του αεροπλάνου που θα τον πήγαινε στο Σαντιάγο. «Έστω, λοιπόν, Σαντιάγο» είπε μέσα του καθώς βρισκόταν στον αέρα, έκλεισε τα μάτια του για να μη βλέπει το τοπίο με τους κάμπους, τις λίμνες, τους λόφους, τις αγελάδες, τις αγελάδες, τις αγελάδες, και σκέφτηκε πόσο σωστός είναι ο στίχος «δικά μας είν' τα βάσανα, τα μοσχαράκια ξένα».