ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ
βιβλιαΈνας συγγραφέας ψάχνει στοιχεία για να γράψει ένα βιβλίο για τους Όλιβερ Χάρντι και Σταν Λόρελ (Χοντρός και Λιγνός), το πιο λαμπερό και διάσημο ντουέτο στην ιστορία του κινηματογράφου. Στο κοιμητήριο του Φόρεστ Λόου (Λος Άντζελες), συναντάει τυχαία κάποιον που γνώρισε τον Σταν Λόρελ στα τελευταία του. Πρόκειται για τον Φίλιπ Μάρλοου, τον ντετέκτιβ που επινόησε ο Ρέιμοντ Τσάντλερ. Ο Οσβάλντο Σοριάνο συνεχίζει τις περιπέτειες του Μάρλοου από το ίδιο ακριβώς σημείο όπου τις έκοψε ο Τσάντλερ, στις τελευταίες σελίδες του Πλέιμπακ και τα δύο πρώτα κεφάλαια του ημιτελούς: The Poodle Springs Story. Πετυχαίνει να δημιουργήσει μια συνταρακτική αφήγηση, αντιπροσωπευτική τόσο ενός από τα πρώτα βιβλία του μαύρου λατινοαμερικάνικου μυθιστορήματος όσο και της θαυμάσιας τέχνης των κωμικών Λόρελ και Χάρντι. Ένας δημοσιογράφος-συγγραφέας, ένας ντετέκτιβ, ο Χοντρός και ο Λιγνός, ο Τσάρλι Τσάπλιν, ο Τζον Γουέιν, η Τζέιν Φόντα και ο Ντικ Βαν Ντάικ ειναι μερικά μόνο από τα πρόσωπα που δρουν στο βιβλίο. Με το Θλιμμένος, τελευταίος και μόνος, ο Οσβάλντο Σοριάνο έγραψε ένα βιβλίο που αντανακλά τη βαθιά επιρροή του «μαύρου μυθιστόρηματος» στην κουλτούρα και τον κόσμο τού σήμερα.
Ξημερώνει μ' έναν ουρανό κατακόκκινο, σαν φωτιά, αν κι ο αέρας είναι δροσερός και υγρός και ο ορίζοντας μια γκρίζα κηλίδα. Οι δύο άντρες έχουν βγει στο κατάστρωμα. Είναι δύο διαφορετικά πρόσωπα που κοιτάζουν προς την ακτή, κρυμμένη πίσω απ' το πούσι. Τα μάτια του Σταν έχουν το χρώμα της ομίχλης· του Τσάρλι, εκείνο της φωτιάς. Η αρμυρή αύρα τους ραντίζει τα πρόσωπα με διάφανες σταγόνες. Ο Σταν περνάει τη γλώσσα απ' τα χείλη του και νιώθει, ίσως για τελευταία φορά σ' αυτό το ταξίδι, την αρμύρα της θάλασσας. Τα μάτια του είναι γαλανά, μικρά και σχιστά, τα αφτιά του πεταχτά και τα μαλλιά του λεπτά και σγουρά... Μια πνοή αγωνίας τον τυλίγει και παρά τα δεκαεφτά του χρόνια είναι μαθημένος να βγάζει γέλιο. Τώρα, μακριά από το τσίρκο, μακριά από το Λονδίνο, το μικρό του κορμί έχει γίνει δύσκαμπτο και αισθάνεται πως ο φόβος, κατά κάποιον τρόπο, τον έχει καταβάλει. Ο Τσάρλι, που μπροστά στο κοινό είναι ένας θλιμμένος παλιάτσος, χαμογελάει τώρα απροκάλυπτα και ψυχρά. Ακουμπισμένος στην πρύμνη έχει γείρει μπροστά, σαν να θέλει να βρεθεί πιο κοντά στο Μανχάταν, σαν να βιάζεται να εφορμήσει στο γίγαντα. «Ο πατέρας μου λέει πως ο κινηματογράφος θα σκοτώσει τους κωμικούς» είπε ο Σταν. Μιλάει με πίκρα, γιατί θυμάται τον πατέρα του που είναι κι αυτός ο οποίος έχει δει με τα μάτια του την ανησυχία των περίεργων, την απογοήτευση των αποτυχημένων, τη στιγμιαία ευχαρίστηση γκριμάτσας- τα έχει δει χίλιες φορές στο τραπέζι την ώρα του δείπνου, στο παλιό σπίτι του Λάνκαστερ. Τα πρώτα φώτα ξεπροβάλλουν μέσα από την ομίχλη και ο Σταν ξέρει πως δεν μπορεί πια να γυρίσει πίσω, πως όποιο κι αν είναι το πεπρωμένο του, αυτός θα είναι εκεί για να το αντιμετωπίσει. «Θα σκοτώσει τους κωμικούς που δεν έχουν ταλέντο» απάντησε ο Τσάρλι, δίχως να κοιτάζει το σύντροφο του, όλο και πιο απόμακρος, απορροφημένος από τα φώτα. Νιώθει πως η ώρα φθάνει και πως όλη η βόρεια Αμερική είναι ένα σιωπηλό ακροατήριο που περιμένει να τον δει να πατάει στην ακτή. Ακούει τις έκπληκτες κραυγές, τα χειροκροτήματα, τις επευφημίες του πλήθους, νιώθει πως κάποιος τον αγκαλιάζει και κλαίει. Στο άκουσμα της σειρήνας τινάζεται από τη θέση του και ανοίγει τα φωτεινά του μάτια· δείχνουν να φλέγονται, περισσότερο από ποτέ. Ανακαλύπτει τον ενθουσιασμό των άλλων μελών του θιάσου που γιορτάζουν την άφιξη. Ο Σταν χαμογελάει φευγαλέα. Κρύβει το πρόσωπο του με τα χέρια του γιατί μια αόριστη και ενοχλητική αίσθηση του τριβελίζει την καρδιά και τα σωθικά. Από τα μισάνοιχτα δάχτυλα που του σκεπάζουν τα μάτια, παρατηρεί τον Τσάρλι κι αισθάνεται πως τον αγαπάει όσο κανέναν άλλο, γιατί γνωρίζει πως βρίσκεται μπροστά σ' έναν νικητή. Τα ρυμουλκά πλησιάζουν το πλοίο και το τραβούν. Η μέρα είναι φωτεινή και η ομίχλη έχει ανέβει ψηλά. Κάποιοι ηθοποιοί πίνουν σκοτς και μιλούν συγκεχυμένα. Αυτοί θα γυρίσουν σύντομα στο Λονδίνο, θα αγκαλιάσουν τις γυναίκες και τα παιδιά τους και θα τους διηγηθούν τις περιπέτειες της περιοδείας. Ο Σταν και ο Τσάρλι δεν έχουν δρόμο επιστροφής. Το πλοίο έχει σταματήσει, και απ' το αμπάρι του ανεβαίνει ένα βρόμικο και βουερό κοπάδι. Μια μια, οι αγελάδες πατούν αμερικάνικη γη και κανείς δεν ζηλεύει την τύχη τους. Ο Τσάρλι ανάβει ένα τσιγάρο και περιμένει να κατέβει στη σκάλα. Δεν ανήκει πια στο θίασο. Ένα κύμα καυτού αίματος πλημμυρίζει τις φλέβες του Σταν και το πρόσωπο του φωτίζεται. Μαντεύει πως ο Τσάρλι έχει στοιχηματίσει για την επιτυχία και τη φήμη. Παίρνει από το πορτοφόλι του μια χούφτα σελίνια και τα πετάει με δύναμη στη θάλασσα. Έχει μείνει μόνος κι αν τον έβλεπαν θα ένιωθε ντροπή. «Δε θα με σκοτώσουν, μπαμπά» λέει και πηδάει στην ξηρά.