Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ GIORGIO DE CHIRICO

Η ΖΩΓΡΑΦΙΚΗ ΤΟΥ GIORGIO DE CHIRICO

Συγγραφέας: ΔΑΣΚΑΛΟΘΑΝΑΣΗΣ ΝΙΚΟΣ
Εκδόθηκε: 01/10/1998
ISBN: 960-7073-64-9
Σελίδες: 192

ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ

βιβλια

Ο Giorgio de Chirico, ένας από τους προπάτορες του μοντερνισμού, ο «μεγάλος Βολιώτης» όπως τον αποκαλεί ο Νίκος Εγγονόπουλος, αποτελεί μια από τις σημαντικότερες μα και πιο αινιγματικές μορφές της τέχνης της εποχής μας. Γεννημένος στο Βόλο, μεγαλωμένος στην Ελλάδα, τη Γερμανία, τη Γαλλία και την Ιταλία κατόρθωσε να συγκεράσει στο έργο του πλήθος διαφορετικών παραδόσεων και, κυρίως, να προτείνει ένα νέο οπτικό κώδικα προσέγγισης του σύγχρονου κόσμου. Δημιουργός της «μεταφυσικής ζωγραφικής» στα χρόνια του Πρώτου Παγκοσμίου Πολέμου και μέντορας των σουρεαλιστών, «αποκήρυξε» στις αρχές της δεκαετίας του 1920 το μεταφυσικό του έργο, στράφηκε προς μια μορφή καλλιτεχνικού ακαδημαϊσμού, ενεπλάκη σε σκάνδαλα με πλαστά έργα του, ενέπνευσε τους φιλομουσολινικούς ζωγράφους της ομάδας Novecento και, εντέλει, μετατράπηκε σε έναν από τους εμπαθέστερους πολέμιους της μοντέρνας τέχνης. Ο Νίκος Δασκαλοθανάσης προτείνει μια νέα ερμηνεία των «μεταπτώσεων» της καλλιτεχνικής πορείας του De Chirico, συνδέοντας το έργο του με τον ιστορικό ορίζοντα του μεσοπολέμου αλλά και με την τέχνη ζωγράφων του μεταμοντερνισμού που σήμερα τον θεωρούν πρόδρομό τους. Ταυτόχρονα προσεγγίζει μεθοδικά και αναλυτικά τη ζωγραφική του De Chirico, από τα πρώιμα ηρωικά χρόνια των αχανών αστικών τοπίων και των μεταφυσικών εσωτερικών ως τους όψιμους ακαδημαϊκούς πίνακες, φέρνοντάς μας σε επαφή με το έργο ενός καλλιτέχνη που έχει θεμελιακή σημασία για την κατανόηση της ζωγραφικής του αιώνα μας.

ΠΡΟΛΟΓΟΣ ΠΟΙΟΣ ΕΙΝΑΙ Ο GIORGIO DE CHIRICO; Γιατί ο ζωγράφος αυτός που γεννήθηκε στο Βόλο στις 10 Ιουλίου 1888 και πέθανε ενεννηντάχρονος στη Ρώμη το 1978, θεωρείται μια από τις πιο σημαντικές καλλιτεχνικές μορφές του αιώνα μας; Όποια απάντηση κι αν δώσουμε σε αυτό το ερώτημα ένα είναι σίγουρο: o De Chirico απασχόλησε και συνεχίζει να απασχολεί πολύ κόσμο τόσο στην Ευρώπη όσο και στην Αμερική. Το έργο του, λόγω του παραστατικού του χαρακτήρα, μοιάζει αρχικά εύκολα προσεγγίσιμο. Ταυτόχρονα αποτελεί αντικείμενο εξειδικευμένης έρευνας, ήδη από τη δεκαετία του 1940, μεγάλου αριθμού μελετητών που κάθε χρόνο δημοσιεύει πληθώρα βιβλίων και άρθρων. Ο Maurizio Fagiolo, και, πρόσφατα, ο Gerd Roos στην Ιταλία, ο Giovanni Lista και ο Paolo Baldacci στη Γαλλία, ο Wieland Schmied στη Γερμανία, χωρίς να παραλείπουμε τον πρωτοπόρο James Thrall Soby στην Αμερική, είναι μεταξύ των πιο σημαντικών. Αυτή η διπλή ιδιότητα του έργου του De Chirico που είναι την ίδια στιγμή προσιτό μα και περίπλοκο, απλό μα και εγκεφαλικό, σύγχρονο μα και παραδοσιακό, αποτελεί ένα από τα πιο σημαντικά χαρακτηριστικά του. Στο ελληνικό κοινό ο De Chirico δεν είναι άγνωστος. Το γεγονός της γέννησης του ζωγράφου στο Βόλο, όπου ο μηχανικός πατέρας του εργάσθηκε για την κατασκευή του σιδηρoδρόμου της Θεσσαλίας, η φοίτησή του στη Σχολή Καλών Τεχνών της Αθήνας στις αρχές του αιώνα και οι συχνές αναφορές του στην Ελλάδα, έχουν πλάσει ένα μικρό μύθο γύρω από το πρόσωπό του. Τα τελευταία χρόνια, με τη δημοσίευση της διδακτορικής διατριβής της Νίκης Λοϊζίδη που έχει ως αντικείμενο τη σχέση του καλλιτέχνη με τους σουρεαλιστές, με τη μετάφραση των Αναμνήσεων του καλλιτέχνη, με το εισαγωγικό βιβλίο του Νίκου Βασιλάκου καθώς και με την πρωτότυπη έρευνα του σιδηροδρομικού Κώστα Ανδρουλιδάκη για τα χρόνια του καλλιτέχνη στην Ελλάδα, η εικόνα του De Chirico φωτίζεται πλέον και βιβλιογραφικά. Η εικόνα αυτή συμπληρώνεται με εκθέσεις έργων του, με τη δημιουργία του «Κέντρου Τέχνης De Chirico» στο Βόλο αλλά και με τη διοργάνωση συναντήσεων που συναρτούν την τέχνη του με ζητήματα των τοπικών κοινωνιών. Ο De Chirico γίνεται πλέον με ουσιαστικότερο τρόπο γνωστός στη χώρα που γεννήθηκε και πέρασε τα πρώτα δεκαοκτώ χρόνια της ζωής του. Η καλλιτεχνική πορεία του De Chirico ξεκινά πράγματι στην Αθήνα, συνεχίζεται στο Μόναχο, το Παρίσι, τη Φεράρα και καταλήγει στη Ρώμη, πόλη την οποία ο ζωγράφος επιλέγει πλέον ως μόνιμη κατοικία του αλλά και ως κεντρικό σημείο αναφοράς μετά το τέλος του Α’ Παγκοσμίου Πολέμου. Είναι ωστόσο τα έργα που φιλοτεχνεί τα πρώιμα χρόνια της περιπλάνησής του, δηλαδή τα οκτώ περίπου χρόνια της μεταφυσικής ζωγραφικής, τα οποία επισκιάζουν τη μετέπειτα εξηντάχρονη καλλιτεχνική του πορεία. Αυτήν την πρώιμη ζωγραφική ύμνησε ο Andre Breton και οι σουρεαλιστές, σ’ αυτήν αναφέρεται το σύνολο της βιβλιογραφίας, τουλάχιστον ως τα τέλη της δεκαετίας του 1970, αυτήν γνωρίζει το ευρύ κοινό, αυτήν φιλοξενούν τα μεγαλύτερα μουσεία του κόσμου. Και τούτο, παραδόξως, σε πείσμα των προθέσεων του ίδιου του ζωγράφου ο οποίος θα επιθυμούσε ακριβώς το αντίθετο. Ο De Chirico ανήκει σε εκείνους τους καλλιτέχνες που από ένα σημείο και πέρα αποκόπτουν τους δεσμούς τους με την πρότερη δραστηριότητά τους και διατυμπανίζουν, με πολεμικό μάλιστα τρόπο, αυτή τους τη μεταστροφή. Για τον De Chirico, η αλλαγή πλεύσης τοποθετείται γύρω στα 1918 και έχει ως ουσιαστικό περιεχόμενο την μετά βδελυγμίας απόρριψη της μοντέρνας τέχνης, αυτής «της μεγάλης συμφοράς που ωρίμαζε στο Παρίσι» όπως ο ίδιος γράφει το 1945. Η στάση αυτή αποτελεί και ένα από τα αίτια εκδήλωσης εκ μέρους του καλλιτέχνη μιας, το λιγότερο, παράδοξης συμπεριφοράς. Το 1948, για παράδειγμα, ο De Chirico μήνυσε τους διοργανωτές της Βiennale της Βενετίας με την κατηγορία της έκθεσης πλαστού πρώιμου πίνακά του, μια κατηγορία που στο δικαστήριο αποδείχθηκε αβάσιμη. Είναι, αντιθέτως, αξιοσημείωτο το γεγονός πως ο ίδιος ο ζωγράφος «πλαστογράφησε» συχνότατα πρώιμα έργα του με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα τον πίνακα Ανησυχητικές Μούσες (1918) του οποίου φιλοτέχνησε δεκαοκτώ τουλάχιστον αντίγραφα μεταξύ των ετών 1945-1962. Μέρος αυτών των αντιγράφων ο De Chirico πούλησε —όπως αναφέρει ο William Rubin στον κατάλογο της τελευταίας μεγάλης περιοδεύουσας αναδρομικής έκθεσης του καλλιτέχνη (1982-1983)— αφού τα επαναχρονολόγησε με πρώιμες ημερομηνίες. Η εκδήλωση μιας τέτοιας συμπεριφοράς δεν πρέπει βεβαίως να θεωρηθεί άσχετη και με το γεγονός πως τα πρώιμα έργα του είχαν υψηλότερη οικονομική αξία. Αν, ωστόσο, αυτή η δραστηριότητα χάρισε στον De Chirico σκανδαλοθηρική δημοσιότητα, τουλάχιστον στην Ιταλία και τη Γαλλία, θα ήταν όχι μόνο άδικο αλλά και λανθασμένο να αποδώσουμε σε αυτούς τους παράγοντες την απήχηση της ζωγραφικής του. Γιατί είναι το ίδιο το καλλιτεχνικό έργο του De Chirico που κατόρθωσε να τραβήξει την προσοχή των καλλιτεχνών, των θεωρητικών, των συλλεκτών και του κοινού, ακριβώς επειδή φαίνεται ότι πολλοί αναγνώρισαν σε αυτό κάτι που τους αφορά. Κι αν η μεταφυσική ζωγραφική είχε μονοπωλήσει το ενδιαφέρον όσο ο ζωγράφος βρισκόταν εν ζωή, από τα τέλη της δεκαετίας του 1970, το όψιμο έργο του De Chirico γίνεται αντικείμενο μιας ανανεωμένης προσοχής. Έστω κι αν εδώ θα ασχοληθούμε κυρίως με τη μεταφυσική ζωγραφική του καλλιτέχνη, η νέα επικαιρότητα που απέκτησε το έργο του De Chirico δεν μπορεί να περάσει απαρατήρητη. Με όποιον ωστόσο τρόπο κι αν ερμηνεύσουμε αυτό το φαινόμενο είναι γεγονός πως η τέχνη του De Chirico, στο σύνολό της, επιδεικνύει μια απίστευτη ζωτικότητα. Δε θα ήταν λοιπόν άστοχο να αναγνώσουμε εντέλει κάτω από αυτό το πρίσμα —και πέρα από τις δικές του προθέσεις— τη ρήση «Pictor classicus sum» του De Chirico, που στα 1919 σηματοδότησε και συνόψισε τη μεταστροφή του. Πράγματι, αν το διαχρονικό ενδιαφέρον αποτελεί κατεξοχήν ορίζουσα του κλασικού έργου, πρέπει να πιστέψουμε τον καλλιτέχνη: ο De Chirico είναι, όντως, ένας κλασικός ζωγράφος.

ΔΑΣΚΑΛΟΘΑΝΑΣΗΣ ΝΙΚΟΣ