ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ
βιβλιαΠολύ λίγα κείμενα για τη λογοτεχνία ερέθισαν, δίχασαν και συζητήθηκαν τόσο πολύ τα τελευταία είκοσι χρόνια όσο οι κριτικές και τα κριτικά δοκίμια του Δ.Κ. Γιατί; Ίσως επειδή ο συγγραφέας τους δεν αποδέχεται το ρόλο του χειροκροτητή ή του ευπρόβλεπτου φιλολογικού ονειροκρίτη, αλλά με τρόπο αιρετικό και προκλητικό, εξετάζει τα βιβλία από αναπάντεχη σκοπιά και αποκαλύπτει αφανείς, αλλά κρίσιμες πλευρές τους.
Ο ρόλος του κριτικού σήμερα (Κριτική της κριτικής) Ο κριτικός δεν πρέπει να εξαιρεί από τον έλεγχο του την ίδια του τη δουλειά. Πρέπει να δίνει το υλικό για να αμφισβητηθεί όχι απλώς η συγκεκριμένη κριτική του για ένα ορισμένο βιβλίο, όχι απλώς το πόσο ακριβοδίκαιος κατόρθωσε να είναι στη μια ή την άλλη περίπτωση, αλλά η ίδια η ιδιότητα και η λειτουργία του κριτικού. Μόνον αν απομυθοποιήσει το ίδιο του το έργο, αν δηλαδή επισημάνει στο κοινό τις προϋποθέσεις και τους περιορισμούς του, μόνο τότε νομιμοποιείται να λειτουργεί απομυθοποιητικά και ως προς τα κείμενα που κρίνει. Διαφορετικά ο κριτικός, δολίως ή εν αγνοία του, αναδέχεται τον ρόλο της αυθεντίας που του απονέμει η θέση του και το όποιο κύρος του, και από τη στιγμή εκείνη είναι αναπόφευκτο να αποκτά η δουλειά του συντηρητικό χαρακτήρα: ο κριτικός ενσωματώνεται σ' ένα ιερατείο, που αξιοθετεί και αξιολογεί για λογαριασμό των άλλων. Ακούγεται συχνά ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει σήμερα κριτική. Οι άνθρωποι που διατυπώνουν αυτή τη θέση εννοούν δύο τελείως διαφορετικά πράγματα. Από τη μια εννοούν ότι δεν υπάρχουν «σοβαροί» κριτικοί που να προσεγγίζουν το κρινόμενο βιβλίο με τον πιο αμερόληπτο, σφαιρικότερο και εξαντλητικότερο τρόπο, αποτιμώντας το έγκυρα και βαθμολογώντας νηφάλια την επίδοση του συγγραφέα στους επιμέρους τομείς. Στην πράξη, αυτό σημαίνει ότι δεν υπάρχουν κριτικές αυθεντίες, που ν' αποφαίνονται με «επιστημονικό» τρόπο για την αξία ενός βιβλίου. Αν πράγματι συμβαίνει αυτό, δεν διστάζω να πω ότι είναι παρήγορο φαινόμενο. Σε άλλες χώρες η ύπαρξη τέτοιων «αυθεντιών» έχει σχεδόν παραλύσει κάθε διάλογο γύρω από το βιβλίο. Στη Δυτική Γερμανία η γνώμη του βιβλιοκριτικού της Frankfurter Allgemeine, στη Φιλανδία η γνώμη του βιβλιοκριτικού της Helsingin Sanomat, επαινετική ή απορριπτική, ενταφιάζει ουσιαστικά το βιβλίο, αποκλείοντας σχεδόν προκαταβολικά τη συζήτηση γύρω από τα ερωτήματα που θέτει ο συγγραφέας ή (πράγμα που τελικά είναι το ίδιο) διοχετεύοντας τη σε προκαθορισμένα κανάλια. Για τον βιβλιοπώλη και τον εκδότη-έμπορο, ίσως ακόμα και για τον συγγραφέα που ενδιαφέρεται απλώς να «πουλήσει», το θέμα είναι βέβαια απλό: ο έπαινος από τέτοιες «αυθεντίες» αυξάνει κατακόρυφα τις πωλήσεις, ο ψόγος τις καθηλώνει. Αλλά για το ίδιο το βιβλίο, ως πολιτιστικό γεγονός, ως αφορμή για πνευματική ζύμωση και προβληματισμό, η επέμβαση της «αυθεντίας» του κριτικού είναι κατά κανόνα επιζήμια, αν όχι ολέθρια. Ακόμα και στην (ιδεατή) περίπτωση που η κρίση της «αυθεντίας» είναι αλάθητη, αυτό σημαίνει ότι ο πνευματικός χώρος και, γενικότερα, η κοινωνία στην οποία επενεργεί υπακούει σε κατασταλαγμένες, πάγιες αξίες και έχει εκχωρήσει τη διαχείριση τους σ' έναν ειδήμονα ερμηνευτή με θρησκευτικό κύρος. Εκδοχή που και πάλι σημαίνει τον θάνατο της τέχνης και της πνευματικής δημιουργίας. Από την άλλη μεριά, το παράπονο ότι στην Ελλάδα δεν υπάρχει σήμερα κριτική μπορεί να έχει διαφορετικό περιεχόμενο. Μπορεί να σημαίνει ότι σήμερα δεν υπάρχει εκείνη η πολλές φορές σκληρή, αλλά πάντως γόνιμη και αναζωογονητική για τον πολιτιστικό χώρο σύγκρουση του κριτικού με τον συγγραφέα ή με άλλους κριτικούς, η πολεμική αντιπαράθεση απόψεων, που κάνει ένα βιβλίο πραγματικό κοινωνικό γεγονός, που μας κάνει να αισθανόμαστε ότι μας αφορά άμεσα όλους και μας καλεί να τοποθετηθούμε απέναντι του. Η απουσία κριτικής με αυτή την έννοια είναι όντως αληθινή και, από πολλές απόψεις, λυπηρή. Αλλά συναρτάται με γενικότερες εξελίξεις της κοινωνίας μας, στις οποίες η επέμβαση του συγγραφέα ή του κριτικού είναι έμμεση και, πάντως, όχι καθοριστική. Η πολεμική αντιπαράθεση προϋποθέτει την ύπαρξη σαφών διαχωριστικών γραμμών ανάμεσα σε κοινωνικές ομάδες, πολιτικά ρεύματα, φιλοσοφίες και ιδεολογίες. Προϋποθέτει την ύπαρξη ανταγωνιστικών συμφερόντων, που έχουν πάρει αποκρυσταλλωμένη μορφή και η αντίθεση τους έχει γίνει εκρηκτική. Τέτοια ρήγματα δεν υπάρχουν σήμερα στην ελληνική κοινωνία, ούτε βέβαια μπορεί να τα προκαλέσει ο συγγραφέας ή ο κριτικός. Οι κριτικές που γράφονταν παλιότερα στην «Επιθεώρηση Τέχνης» εξέφραζαν βέβαια έναν ευρύτερο και ζωτικότερο προβληματισμό, αλλά εμπνέονταν από μια αρραγή και μαχητική ιδεολογία, που σήμερα έχει χάσει την αίγλη και την πειστικότητα της. Ας μη θρηνούμε γι' αυτό περισσότερο απ' όσο πρέπει. Η διάλυση των μύθων και των ακράδαντων βεβαιοτήτων είναι βέβαια οδυνηρή, αλλά ανοίγει τα μάτια μας. Το ότι σήμερα κανένας δεν μπορεί ν' αποτιμήσει τα λογοτεχνικά φαινόμενα όπως ένας Μάρκος Αυγέρης ή ένας Γιάννης Κορδάτος, το ότι κανένας δεν μπορεί πια να ξεμπερδέψει μ' ένα βιβλίο κατατάσσοντας το στον «προοδευτικό χώρο» ή στην «αστική σκέψη», σ' αυτά που «εκφράζουν τα λαϊκά συμφέροντα» ή εκείνα που «χύνουν νερό στον μύλο της αντίδρασης», είναι σίγουρα ένα από τα σημεία όπου η εποχή μας πλεονεκτεί απέναντι σε άλλες, μακαριότερες. Αλλά τα ανοιχτά μάτια δεν βλέπουν τίποτα, όταν είναι κλειστή η ψυχή. Αν πέρασε η εποχή της ιδεολογικής τρομοκρατίας στον χώρο της πνευματικής δημιουργίας, αυτό δεν σημαίνει ότι ανέτειλε η εποχή της ελεύθερης και γόνιμης συζήτησης γύρω από τα πνευματικά δημιουργήματα. Μια τέτοια συζήτηση μπορεί πράγματι να γίνει χωρίς προδεδομένες ιδεολογικές σταθερές, και μάλιστα είναι γονιμότερη και ουσιαστικότερη όταν διεξάγεται χωρίς αυτές. Αλλά δεν μπορεί να γίνει χωρίς θέση, χωρίς σκοπιά. Και σκοπιά σημαίνει, σε τελική ανάλυση, να θέτει κανείς στον εαυτό του ένα βασικό ερώτημα: Τι σημαίνει αυτό το βιβλίο για μένα; Πόσο με αφορά, πόσο με απασχολεί; Αν η ομολογημένη ή ανομολόγητη απάντηση που δίνει κανείς μετά την ανάγνωση του βιβλίου είναι αρνητική, είναι αδύνατο να προχωρήσει σε μια συζήτηση αυτού που διάβασε με τον εαυτό του ή με άλλους. Αν, αντίθετα, η απάντηση είναι θετική, τότε το βιβλίο, ανεξάρτητα από το πώς το αξιολογεί κανείς, έχει κερδίσει την πρώτη και κρισιμότερη μάχη του: έχει διεγείρει τη συνείδηση του αναγνώστη ή του κριτικού, έχει ήδη εισβάλει στον κόσμο του. Αυτή την κρίσιμη μάχη τη χάνουν σήμερα τα περισσότερα βιβλία, όχι αναγκαστικά από δική τους υπαιτιότητα. Στους ίδιους τους χώρους που διαβάζουν κατ' εξοχήν, στους χώρους των διανοουμένων, το βιβλίο τείνει να γίνεται όλο και περισσότερο καταναλωτικό είδος, γοητρικό σύμβολο, μέσο καλλιέργειας κοινωνικών σχέσεων. Η απήχηση του θεωρείται απλώς ζήτημα διαφήμισης, η ανάγνωση του αφορμή για ν' αποδείξει κανείς ότι είναι «ιν» και ότι έχει κάποιο επίπεδο, η κριτική του είναι επίδειξη καλής θέλησης του κριτικού προς τον συγγραφέα (συνήθως με κίνητρα κάθε άλλο παρά ανιδιοτελή), η συζήτηση του αναμάσημα κοινοτοπιών, που συμπλέουν αδιάφορα με άλλες παρόμοιες κοινοτοπίες. Το ίδιο το βιβλίο, ως φορέας άποψης, ως πνευματική πρόκληση, περνάει όλο και περισσότερο απαρατήρητο. Αυτό το ξέρουν όλοι όσοι ασχολούνται μαζί του, αλλά οι περισσότεροι αρνούνται να το παραδεχτούν και δυσανασχετούν όταν το ακούν να λέγεται δημόσια (αντίδραση ενδεικτική για το πώς αντιλαμβάνονται τον ρόλο του τυπωμένου λόγου). Αν δεχτούμε ότι έτσι ή κάπως έτσι πρέπει ν' αντιμετωπίζεται ένα πνευματικό δημιούργημα όπως το βιβλίο, ότι σήμερα δεν είναι ρεαλιστικό να περιμένει κανείς από ένα βιβλίο να λειτουργήσει ως μαγιά για πνευματικές ζυμώσεις, ότι εκείνο που ενδιαφέρει είναι να πουλιέται και ν ακούγεται, ανεξάρτητα από το τι σημαίνει για τους αναγνώστες του, τότε ο κριτικός θα πρέπει να ψάλει το κύκνειο άσμα του, λίγο πριν αντηχήσει το κύκνειο άσμα του ίδιου του βιβλίου. Αλλά τίποτα δεν δικαιολογεί μια τόσο απαισιόδοξη και μοιρολατρική τάση. Το βιβλίο, του οποίου το κοινό δεν έχει συρρικνωθεί, παρά απλώς διαφοροποιηθεί, εξακολουθεί να είναι το κατ' εξοχήν μέσο διακίνησης των ιδεών. Η «κρίση του βιβλίου», για την οποία τόσα ακούγονται και γράφονται, δεν είναι κρίση του ίδιου του βιβλίου, αλλά μιας αυτάρεσκης, ελιτίστικης και φετιχιστικής αντίληψης, που το θέλει «κληρονομικά δικαιώματι» βασιλιά των εκφραστικών μέσων, ανεξάρτητα από τη σχέση του με την πραγματικότητα. Και αφού το βιβλίο δεν πρόκειται να πεθάνει, ούτε να χάσει τη σημασία του, το ζήτημα της πρόσληψης του από το κοινό παραμένει ζωτικό, και μαζί του το ζήτημα της κριτικής. Αλλά τι μπορεί να σημαίνει η κριτική, ποιες είναι οι δυνατότητες της και ποια τα όρια της, από τη στιγμή που ο κριτικός ούτε δέχεται τον ρόλο της αυθεντίας, ούτε μπορεί να μιλήσει στο όνομα μιας ορισμένης ιδεολογίας ή αισθητικής; Πριν επιχειρήσουμε μια απάντηση σ' αυτά τα ερωτήματα, ας επισημάνουμε ότι όσα είπαμε ως τώρα υπαινίσσονται μια αντίφαση, που δείχνει να καταλύει τη λειτουργία του κριτικού: Από τη μια, ο κριτικός (και εννοείται ότι μιλάω για τον κριτικό που στοχάζεται γύρω από τη φύση της δουλειάς του) δεν μπορεί σήμερα να εμφανιστεί ως αυθεντία, που κατέχει και εφαρμόζει στο βιβλίο πάγια, κοινώς αποδεκτά κριτήρια (αισθητικά, ιδεολογικά, ηθικά κ.λπ.). Από την άλλη, είναι αδύνατο να κρίνει κανείς ένα βιβλίο, δηλαδή ν' ανοίξει διάλογο μαζί του, χωρίς σκοπιά. Και σκοπιά, βέβαια, σημαίνει ότι αντιμετωπίζουμε το συγκεκριμένο βιβλίο ως υποκείμενα, δηλαδή ξεκινάμε από το ερώτημα «τι σημαίνει αυτό το βιβλίο για μένα;» άρα δεν παραιτούμαστε από ορισμένα βασικά αιτήματα, που καθορίζονται τόσο από την προσωπικότητα μας όσο και από τον κόσμο όπου ζούμε. Το ζήτημα είναι αν αυτά τα αιτήματα μπορούν να έχουν τόσο εύρος, ώστε ν' αφορούν και άλλους αναγνώστες («διυποκειμενικότητα» λέγεται αυτό στην άχαρη, αντιαισθητική γλώσσα της αισθητικής) και να δώσουμε στον διάλογο γύρω από ένα βιβλίο χαρακτήρα συλλογικού προβληματισμού. Από αυτό ακριβώς το ερώτημα εξαρτάται αν μπορεί να υπάρξει σήμερα κριτική και τι χαρακτήρα θα έχει. θα μιλήσω σε προσωπικό τόνο, για να μη θεωρηθεί ότι διακηρύσσω βαρύγδουπες θέσεις και για ν' απαλύνω την απόλυτη, κάπως κατηχητική χροιά των λέξεων, που θ' αναγκαστώ να χρησιμοποιήσω. Καταφάσκω στον υποκειμενισμό μου για να τον ξεπεράσω, αλλά δεν μπορώ να προϋποθέσω, παρά απλώς να ελπίσω, ότι και άλλοι αισθάνονται παρόμοια και ακολουθούν παράλληλη πορεία. Αν πρέπει να περιγράψω την κατάσταση μου ως σημερινού αναγνώστη, θα τη συμπύκνωνα σε δύο σημεία: 1. Ζω σε συνθήκες που αμβλύνουν όλο και περισσότερο την ευαισθησία μου απέναντι σε οτιδήποτε. Ζω σε συνθήκες που με δυσκολεύουν όλο και περισσότερο να ελέγξω και ν' αποτιμήσω το περιεχόμενο αυτού που μου «προτείνουν», με διαθέσεις επιβολής, τα μέσα μαζικής ενημέρωσης, η μόδα, η διαφήμιση, το είδος των σχέσεων μου, τα καθημερινά συμφέροντα μου, η χυδαία εκδοχή του πλουραλισμού (όπου ο διάλογος υποκαθίσταται από την εναλλαγή μονολόγων), η αντικατάσταση της επιθυμίας να έχω προσωπικότητα (δηλαδή άποψη) από την επιθυμία ν' αρέσω, ο ισοπεδωτικός καταναλωτισμός (που με σπρώχνει σε αυτόματες ενέργειες, χωρίς να μπορώ ν' αντιληφθώ τη σκοπιμότητα τους). Όλα αυτά παραλύουν την επικοινωνία με τον εαυτό μου και μ' εμποδίζουν ν' αποκαταστήσω ένα δεσμό ανάμεσα στις βαθύτερες ανάγκες και τις πράξεις μου. 2. Αισθάνομαι ότι η ιστορική πορεία και η κοινωνική εξέλιξη του τόπου μου (και ενδεχομένως όχι μόνον αυτού) έχουν κατακερματίσει τη ζωή μου, το σύμπαν μου και τον ίδιο τον εαυτό μου. Αισθάνομαι ότι άλλος είμαι στη δουλειά μου, άλλος απέναντι στους φίλους μου, άλλος στις ερωτικές μου σχέσεις, άλλος στις διακοπές μου, άλλος στην πολιτική συμπεριφορά μου και άλλος σ' εκείνο το βαθύτερο κομμάτι του εαυτού μου, που δεν τολμά να εκδηλωθεί. Αυτή η πολυδιάσπαση της προσωπικότητας μου κάνει τη ζωή και τον κόσμο μου να φαίνονται σαν ένα συνονθύλευμα από ετερόκλητες εικόνες, που, ακριβώς επειδή αδυνατώ ν' ανακαλύψω εσώτερους δεσμούς ανάμεσα τους, μοιάζουν επίπλαστες, ψεύτικες. Αυτό τον επίπλαστο χαρακτήρα της ύπαρξης μου θέλω να τον ξεπεράσω, αναζητώντας μια καινούργια ενότητα των σκόρπιων στοιχείων της. Ως αναγνώστης, λοιπόν, το λιγότερο που ζητώ από ένα βιβλίο είναι να μη συμβάλλει σ' αυτή την άμβλυνση των ευαισθησιών μου, που προωθούν οι καιροί όπου ζω, και να μη προσπαθεί να μ' εξαπατήσει, αναπαράγοντας τα κατά συνθήκη ψεύδη που στηρίζουν αυτές τις μύριες «χαλκομανίες» της ύπαρξης μου (ας σκεφτούμε, για παράδειγμα, πόσα ψέματα για τον έρωτα αναμασώνται και καλλιεργούνται από τα λεγόμενα «αισθηματικά» ή τα πορνογραφικά βιβλία). Αν το βιβλίο μπορεί να επαναδραστηριοποιήσει κάποια νεκρωμένα νεύρα της ψυχής μου και να μου αποκαλύψει κάποιες κρυφές πτυχές της ύπαρξης μου, κάποιους αόρατους δεσμούς ανάμεσα στα σκόρπια κομμάτια του Είναι μου, τόσο το καλύτερο. Περισσότερα δεν μπορεί κανείς να ζητήσει σήμερα, αλλά αυτά είναι ήδη πολλά, είναι θησαυρός. Η κατάσταση του κριτικού δεν διαφέρει θεμελιακά από εκείνη του αναγνώστη, όπως προσπάθησα να την περιγράψω τώρα δα. Ο κριτικός, σήμερα, δεν είναι παρά ένας συστηματικός αναγνώστης, συνοδοιπόρος και όχι οδηγός του απλού αναγνώστη στη μεγάλη περιπλάνηση μέσα στον κόσμο των βιβλίων. Η δουλειά του είναι συνεχής άσκηση ευαισθησίας. Όχι επίδειξη, άσκηση. Ο κριτικός είναι εκτεθειμένος στους ίδιους κινδύνους που απειλούν τον απλό αναγνώστη. Ίσως έχει περισσότερη επίγνωση τους, αυτό όμως δεν τον κάνει άτρωτο. Η συστηματική άσκηση της κριτικής είναι τρόπος συνεχούς εγρήγορσης, τελειοποίησης των ανιχνευτικών μηχανισμών του αναγνώστη και, τέλος, πρόταση για διάλογο: Ο κριτικός απευθύνεται στον αναγνώστη, αλλά και στον συγγραφέα (γιατί ο συγγραφέας που αξίζει αυτό τον τίτλο ψάχνει κι ο ίδιος, δεν εμφανίζεται ως προφήτης ή ανθρωποβοσκός) και λέει: «Μήπως εδώ κρύβεται μια κακοτοπιά; Μήπως εκεί υπάρχει ένα μονοπάτι; Μήπως αυτά τα σημάδια είναι παραπλανητικά; Μήπως εκείνα πρέπει να τα επανερμηνεύσουμε;». Στην πράξη (και για να επιστρέψουμε στα δύο σημεία, που πιστεύω ότι συνοψίζουν την κατάσταση του σημερινού αναγνώστη), το ελάχιστο που μπορεί κανείς να ζητήσει από τον κριτικό είναι: α. Να παρουσιάζει στο κοινό τα πειστήρια, που τον κάνουν να πιστεύει ότι ορισμένα βιβλία έχουν μια κίβδηλη λάμψη, ότι οφείλουν την απήχηση τους στη μόδα, τη διαφήμιση, τις δημόσιες σχέσεις του συγγραφέα ή την κολακεία των λιγότερο κολακευτικών πλευρών του αναγνώστη (προσκόλληση σε βολικούς μύθους ή μισές αλήθειες, νωθρή υποταγή στην παράδοση κ.λπ.). Να καταγγέλλει τα βιβλία που διαλαλούν μεγάλα ψέματα με το περίβλημα ελκυστικών αληθειών (ακόμα και όταν δεν είμαστε σίγουροι ποια είναι η αλήθεια, μπορούμε να διακρίνουμε το ψέμα!). Να ξύνει και να διαλύει το επίχρισμα του βιβλίου για να φτάσει σε βαθύτερα στρώματα, που ίσως κρύβουν ιδέες και στάσεις πολύ πιο αμφισβητήσιμες απ' όσο αυτές που φαίνεται να αντιπροσωπεύει το βιβλίο. β. Να ξύνει και να διαλύει το επίχρισμα του βιβλίου, για να φτάσει σε βαθύτερα στρώματα, που ίσως περιέχουν κρυμμένες αλήθειες, άγνωστες πτυχές της ζωής και της ψυχής μας. Να επισημαίνει την ειλικρίνεια ενός βιβλίου που προχωρεί πέρα από τα κατά συνθήκη ψεύδη και τους συλλογικούς μύθους, πέρα από την αδράνεια του βλέμματος και τις συμβατικές αντιλήψεις, για ν' αποκαλύψει μια καινούργια εκδοχή της ύπαρξης μας. (Αυτό εννοούν ο Χέρμαν Μπροχ και ο Μίλαν Κούντερα, όταν λένε ότι το μυθιστόρημα που δεν ανακαλύπτει ένα άγνωστο ως τώρα μέρος της ύπαρξης μας είναι ανήθικο). Να εκτιμά και ν' αναδείχνει τα βιβλία που ανακαλύπτουν κάποιους αφανείς δεσμούς ή κάποιες καινούργιες ψηφίδες, που θα μας πάνε ένα βήμα πιο πέρα στην προσπάθεια μας ν' ανασυνθέσουμε το μωσαϊκό του Είναι μας, να πετύχουμε μια νέα, πρωτότυπη ενότητα. Και η αισθητική; Ίσως ρωτήσει κανείς. Δεν είναι άραγε καθήκον του κριτικού να εκτιμά, να καταδείχνει και ν' αναλύει το Ωραίο; Ανάμεσα στις τόσες παγίδες που περιμένουν τον αναγνώστη και τον κριτικό στο ταξίδι τους μέσα στο σύμπαν των βιβλίων, η λέξη «Ωραίο», περισσότερο και από αυτό που δηλώνει, είναι μια από τις μεγαλύτερες. Πολλή ασχήμια, πολύ φτιασίδι, πολλή μωρία συμπαρομαρτούν συχνά στις περιπαθείς επικλήσεις της ομορφιάς των έργων τέχνης. Αν δεχτούμε ότι ο σημερινός κριτικός, αυτός ο ανήσυχος και περίφροντις σύντροφος του αναγνώστη, έχει τέτοιες αρμοδιότητες, τότε ας του ζητήσουμε να πείσει τον αναγνώστη για ένα πράγμα: Ότι αν η κρυμμένη ή η πρωτόγνωρη αλήθεια δεν είναι πάντα ωραίες, υπάρχει ωστόσο μια ανώτερη ομορφιά στο έργο του συγγραφέα που αγωνίζεται να τις φτάσει. Ελευθεροτυπία, 24 και 31·5·89