ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ
βιβλιαΈπαιρνα κάτι μοναδικούς ύπνους τα μεσημέρια στα πάρκα, την έπεφτα σε όποια μαθήτρια ή καλόγρια περνούσε από μπροστά μου, έτρωγα θαλασσινά στην Αγορά, έπαιζα μπάλα με τους γείτονές μου, δοκίμαζα γκριμάτσες στις βιτρίνες, κολυμπούσα στο Δημοτικό Κολυμβητήριο, είχα γίνει θαμώνας του τσίρκου και φίλος του νορμανδικού κινηματογράφου, έκλεβα λουλούδια απο τα νεκρο- ταφεία, πετούσα χαρταετό και προσκαλούσα διάφορα κορίτσια να γνωρίσουν το φτωχικό μου και το περιεχόμενό του. Το υπερβολικό φιλί, βιβλίο «καλτ» για τη χιλιανή νεολαία της περασμένης δεκαετίας, αφορά στη γενιά της κρίσης που γεννήθηκε μέσα στην καταπίεση και έχει συνειδητοποιήσει πως έξω ζει ένας κόσμος που γυρεύει μια ταυτότητα μέσα από την ξέφρενη αναζήτηση του έρωτα· του απλού, αληθινού έρωτα. Σύμφωνα με το συγγραφέα, το μυθιστόρημά του αφορά μια γενιά που «φτάνει στο χορό όταν οι μουσικοί έχουν πια φύγει». Σε αντίθεση με τους προηγούμενους (γενιά του '60), που άρχισαν να ονειροπολούν μέσα -και χάρη- στην επανάσταση, η δική του γενιά κλήθηκε να ανδρωθεί μέσα σ' ένα καθεστώς συσκότισης και εγκλεισμού. Ως εκ τούτου, μιλάμε για νέους «υποχρεωτικά μελαγ- χολικούς, που έμαθαν να ζουν σε κατεχόμενα εδάφη». Το υπερβολικό φιλί -μυθιστόρημα ατμό- σφαιρας- εντάσσεται στην κατηγορία των ποιητικών πεζών όπου η ποίηση έχει να κάνει με αυτή τη στάση ζωής που ωθεί τους νέους στην αναζήτηση «απόλυτων αξιών, οριακών εντάσεων και ακραίων κινδύνων».
Εκείνες τις μέρες χρειαζόταν ταλέντο για να μην πεθάνουμε. Δεν μας χωρούσε ούτε το βρακί ούτε ο ύπνος μας, προχωρούσαμε χωρίς να βλέπουμε μπροστά, καπνίζαμε λες κι έτσι θα εξασφαλίζαμε πνευματική διαύγεια, και πίναμε μαύρο καφέ για ν' απομακρύνουμε τον τρόμο. Μας περιτριγύριζε κάθε φορά η υποψία ότι η επόμενη μέρα θα ήταν η τελευταία, και κάποιες φορές ήταν. Κάναμε τόσα λάθη, που θα μπορούσες να πεις πως μας είχε γίνει πια τρόπος ζωής. Τέλος. Ήταν αναπόφευκτο να μισήσουμε την πόλη, κι έπρεπε να τη μισήσουμε με ακρίβεια μαθηματική, τραγουδώντας, σαγηνεμένοι, τυλιγμένοι γύρω απ' τη μέθη των επιθυμιών που ποτέ δεν ξεθυμάνανε. Δεν υπήρχε επιστροφή, αυτό ήταν φανερό, έπρεπε ωστόσο να φτάσουμε στα άκρα. Βρίσκομαι στην κατάσταση του νεκροτόμου, του Ουρταδίτο, τη στιγμή που μπαίνει στο νεκροθάλαμο, κοιτάζει γύρω του και λέει: «Είμαι περικυκλωμένος από νεκρούς, κι όμως, νιώθω μόνος». Γράφω, ευτυχισμένος και λιγάκι μεθυσμένος, καπνίζοντας ένα απαίσιο Χίλτον. Γράφω με ρυθμό για ρέκβιεμ και χορό, με τη θελκτική μυρωδιά των τραγικών δραμάτων. Σκέφτομαι τη Ναταλία, τη Λουσία, όλους μας. Σκέφτομαι εκείνη τη φοβερή περίοδο, αυτό που θέλαμε να γίνουμε κι αυτό που έγινε, το γέλιο, τον τρόμο, τα ίχνη εκείνης της εφηβείας που ποτέ δεν είχαμε. Σκέφτομαι εκείνο που πάντα πήγαινε να γίνει, τη λήθη, την τρυφερότητα, αυτά που ποτέ δεν ειπώθηκαν. Ένα κασκόλ, ένα τασάκι, μερικά βιβλία, ξεσπάσματα γέλιου και θυμού, όνειρα, θάνατοι. Πόσοι θάνατοι. Γράφω σαν πράξη μεταμέλειας, γράφω ξεκινώντας απ' το τέλος κι το τίποτα. Πριν τη Λουσία είχαμε ήδη υπερβεί το μέτρο, μια σύγχυση πέρα από κάθε όριο, που είχε πάρει το όνομα Ναταλία. Ο κόσμος ήταν η πρώτη κι η τελευταα σελίδα και τίποτα παραπάνω, δεν χωρούσαμε, τα πράγματα κι οι δρόμοι είχαν ήδη όνομα και οσμές και δεν μας ζητούσαν τη γνώμη. Μετά τη Λουσία, απλώς δεν ξέραμε ούτε θέλαμε να μάθουμε. Η Ναταλία κάλεσε τη Λουσία σαν να τη είχε ονειρευτεί, ίσως ακόμη και να ονειρεύτηκε τον ίδιο της τον εαυτό σ' αυτήν. «Η Λουσία είναι η Λουσία» είπε, επανέλαβε, ρώτησε και αλήθεια είναι ότι η Λουσία ήταν η Λουσία, και πώς να μην την αγαπήσεις, πώς να μην την αναζητήσεις, να την αγγίξεις, να την χαρτογραφήσεις, να της δέσεις τα παπούτσια, να της ετοιμάσεις πρωινό, να της γράψεις γράμματα, να την ξαπλώσεις, να την σηκώσεις, να την συγχωρέσεις, πώς να μην την συγχωρέσεις. Τον εαυτό μας τον βλέπαμε σ' ένα ταξίδι εντελώς αντιηρωικό κι όχι ολωσδιόλου αξιέπαινο. Επιστρέφαμε από κάθε όνειρο άρρωστοι, με μελανιές και με την ίδια πάντα αίσθηση του τέλους του κόσμου. Άνοιγαν ωστόσο οι ευγενείς πόροι της λήθης. Ήμασταν γεννημένοι μέσα στον κονιορτό, όταν είχαν ήδη αποχωρήσει φλυαρώντας οι μουσικοί και οι συνδαιτυμόνες. Η γεωγραφία είχε γεμίσει τρύπες από βόλια στους τοίχους, μέχρι και οι πλανόδιοι πωλητές ρεύονταν στρατιωτικούς ύμνους. Τα ονόματα κι οι σημασίες τους βρίσκονταν στην παλάμη του χεριού μας. Στον αέρα όλα τα υπόλοιπα· κι εκεί μείνανε. Αφήναμε ένα δάχτυλο τυφλό να πέσει πάνω στο χάρτη για να επιλέξουμε ανάμεσα στις πιθανότητες των κατευθύνσεων. Έπρεπε να υπολογίζουμε τις συνέπειες, να ξεφεύγουμε πάντοτε προτού να είναι πολύ αργά. Κι έπρεπε να ξεφωνίζουμε, να χορεύουμε, να πίνουμε, να γελάμε, όλα σε ποσότητες τερατώδεις. Μας έκανε κακό να κοιταζόμαστε στα μάτια για πολύ. Στην αδυναμία επιλογής η συνταγή ήταν να παίρνουμε ένα βιβλίο στην τύχη, να συζητάμε για έρωτες που σβήνουν και για εδεσματολόγια, να πηγαίνουμε βόλτα με ποδήλατο, να περπατάμε κάτω απ' τη βροχή, να εξακολουθούμε να πίνουμε, να εξακολουθούμε να γελάμε, κι ό,τι άλλο έβαζε ο νους μας. Παίρναμε καχύποπτο υφός όταν κάποιος μας έλεγε την ώρα. Βγάζαμε φωτογραφίες σε πολύ τολμηρές στάσεις στο μπάνιο, κρατώντας μόνο την αιδώ της Γυμνής Μαγιά. Φτιάχναμε ένα τηγανητό αβγό και του ρίχναμε κρασί. Περπατούσαμε στις μύτες των ποδιών μας πάνω σ' ένα ντέφι. Μιλούσαμε για τον εαυτό μας λες και ήμασταν φιγούρες από κινούμενα σχέδια. Ντυνόμασταν πειρατές και ορίζαμε τον εαυτό μας σε νηστεία προσποιούμενο κάθε φορά πως θα ξεκινούσαμε την επαύριον. Πάντα γνωρίζαμε ότι κερδίζαμε καλύτερα τον χρόνο αφήνοντας τον να χαθεί, όμως αυτό δεν ήταν εύκολο με τη Ναταλία να τριγυρνάει τσίτσιδη μες στο δωμάτιο και να ανακοινώνει τις ιδέες που σκαρφιζόταν. Γνωρίζαμε ακόμη ότι έφτανε να ακολουθήσουμε το ένστικτο μας κι ότι ήταν περιττό να κάνουμε προσπάθειες για να δικαιολογήσουμε την ύπαρξη μας, όμως ούτε κι αυτό ήταν εύκολο με τη Λουσία αγκαλιασμένη με τη σόμπα και χωμένη ανάμεσα σε βιβλία, μολύβια κι εγκυκλοπαίδειες, μ' ένα τσιγάρο μαριχουάνας ανάμεσα στα δόντια. Η Λουσία ήξερε πολλά, κι αυτό της στοίχισε ακριβά. «Λες και η εξυπνάδα θα μπορούσε να χρησιμεύσει σε κάτι» όπως είχε σημειώσει ένα βράδυ ο Ρομπέρτο Αρλτ προτού φύγει και μας εγκαταλείψει όλους, και είχε δίκιο. Όπως κι αν έχει, το μόνο που μου έμενε ήταν να συνεχίσω έτσι, ακόμη κι αν δεν είχα πού να στηριχτώ, περπατώντας ανάμεσα στις γραμμές του τρένου και με τα μάτια στραμμένα στο καθαρτήριο, παραπαίοντας μ' ένα αμφίβολο λικέρ και λέγοντας βλακείες όπως κάθε ευυπόληπτος προφήτης. Η Ναταλία, απ' τη μεριά της, έβγαινε στο δρόμο σαν την καλή χαρά, με την ελπίδα να βρει τους τριάντα δύο ρόμβους της γραμμής των οριζόντων. Αυτό όμως ήταν πάντοτε ανώφελο, κι όταν το κατάλαβε ήταν πολύ αργά, και τότε βάλθηκε να πετάει σκόρπιες φράσεις του τύπου: «Η ζωή είναι μια περιττή διαδικασία» κι άλλες παρόμοιες ανοησίες. Μόνο ένα πράγμα ήταν καθαρό εξαρχής: δύσκολα θα μπορούσαμε να βρούμε ένα καζίνο χωρίς το διπλό ζερό: κερδίζει η μπάνκα. Όμως παραμέναμε ίδιοι, πάντα σε κωματώδη κατάσταση, κοιτάζοντας τα χέρια μας και επινοώντας αδύνατες διαφυγές. Βρισκόμασταν εκεί, κολλημένοι στην αδυναμία μας, να αναποδογυρίζουμε τα ποτήρια και τα τασάκια και να χαράζουμε τους τοίχους. Κάτι έπρεπε να έχει φανεί απ' όλα αυτά, έστω κι αν δεν είχαμε το χρόνο να το αντιληφθούμε. Γράφω σελίδες και σελίδες που θα καταλήξουν στο καλάθι των αχρήστων ή και στον καταψύκτη, συνοδεύοντας τηγανίτες με κρέμα από μανιτάρια. Γράφω με το ένστικτο εκείνου που αφήνει τη ζωή του να περάσει σκιτσάροντας καθώς δουλεύει πάνω σε χαρτί πολυτελείας ξεδιάντροπες ιστοριούλες και με την αλαζονεία εκείνου που χάραζε στους τοίχους του μετρό: «Η ζωή είναι μια βάρκα.» Υπογραφή, Καλδερόν ντε λα Σκατίλα. Ας είναι. Ένα ποτήρι καλό λευκό κρασί στο αριστερό μου χέρι, ένα καλό τσιγάρο που αργοκαίγεται μεσίστιο στα χείλη μου, η βροχή να πλαταγίζει πάνω στον τσίγκο κι εγώ χωρίς δυνάμεις για να γεμίσω τη σόμπα. Είμαι περικυκλωμένος από νεκρούς, νιώθω ωστόσο μόνος. Η Ναταλία μπαίνει στο δωμάτιο πιασμένη χέρι-χέρι με τη Λουσία. «Αυτή είναι η Λουσία» λέει. «θα μείνει μαζί μας.» Την κοιτώ, χαμογελάω, απλώνω το δεξί μου χέρι, χαιρετιόμαστε. Η Ναταλία πάει ως την κουζίνα και κάνει από εκεί μια πρόποση για το καλωσόρισμα. Η Λουσία είναι φοβισμένη. Κι εγώ επίσης. Επιτακτικά ανασύρεται εδώ ο Σιταρόσα: Όταν του Μπέτσο το βιολί μιλάει με πόνο είναι παιδί μες στα παιδιά που παίζει μόνο γιατί η ορχήστρα δεν ακούει όσα της λέει κι είναι ένα μόνο του βιολί που σιγοκλαίει. Η Ναταλία εμφανίζεται με τρία ποτήρια κι ένα ακόμη μπουκάλι λευκό κρασί. «Δεν βρήκα σαμπάνια» λέει. Τρέχει στο πικάπ και, όπως πάντα, ανεβάζει την ένταση. Κοιτάζω τη Λουσία: αδύναμη, όμορφη, χλομή, και φοβισμένη. Κοιτάζω τη Ναταλία: είναι η διευθύντρια της ορχήστρας και δίνει το «πάμε» για την τελευταία πράξη με μια καραμπίνα, έστω κι αν λίγο αργότερα θα τρέξει με ναρκισσισμό στην τελευταία γωνιά του θεάτρου για ν' αποθαυμάσει τον εαυτό της στη σκηνή, και κανείς πια δεν μπορεί να ρωτήσει ποιος θα υπογράψει αυτό το λίβελο, ποιος θα είναι αυτός που θα λιποτακτήσει πρώτος, ποιος θα χαράξει κάποια μέρα το σταυρό του αναλφάβητου στην οριστική ψηφοφορία. Ο Μπέτσο ακούει το βιολί να τον φωνάζει : Όταν τ' αφήνει μοναχό και δεν τον νοιάζει. Κι η νύχτα πάλι θα τον βρει μετανιωμένο . Στον ίδιο ήχο να γυρνάει το θλιμμένο. Η Λουσία βγάζει έναν αναστεναγμό, κόβει μερικές βόλτες στο σπίτι και πάει να φέρει τις βαλίτσες της. Η Ναταλία την συνοδεύει ως την πόρτα, σηκώνει τους ώμους, γυρνάει πίσω σφίγγοντας τις γροθιές της, αδειάζει ένα ποτήρι κρασί και λέει: «Είναι υπέροχη γυναίκα. Πρέπει να της φέρεσαι σαν να ήμουν εγώ.» Σκέφτομαι: ως τώρα, τόσο ερωτευμένη, μόνο μ' εμένα την είχα δει. Κοιτάζω ξανά τη Ναταλία να τρέχει στα δωμάτια με μια ηλεκτρική σκούπα και αναλογίζομαι: δεν την αγαπώ πια, είναι βέβαιο, πόσο πολύ την αγαπώ όμως. Αποφασίζω, ωστόσο, να σταματήσω να σκέφτομαι βλακείες. Λίγο αργότερα με φωνάζει να την βοηθήσω να βάλουμε μια τάξη στο σπίτι. «Γράφεις τις παπαριές σου μετά» λέει. Ο Σιταρόσα δίνει λοιπόν τη θέση του στον Έρικ Ντόλφι κι εγώ αρχίζω να πλένω τα πιάτα. Είναι δύσκολο να πλένεις πιάτα όταν δεν έχεις ένα σαξόφωνο να σου πετάει από πίσω σαν άρρωστη αναπνοή τη μουσική του. Αναρωτιέμαι τι θα έκανε σ' αυτήν την περίπτωση ο Ουρταδίτο ο νεκροτόμος. Τι όμορφη που είναι η Λουσία, σκέφτομαι. Η αλήθεια είναι ότι έχει έναν κώλο ασύγκριτο, λέω. Η Ναταλία παίρνει τα λόγια αυτά σαν να σφραγίζουνε την επικύρωση του συμβολαίου. Με φιλάει στο μέτωπο καθώς περνάει από δίπλα μου και συνεχίζει να τριγυρνάει στο σπίτι, ίδια κι απαράλλαχτη, ευτυχισμένη, απόλυτη.