€14.31 €15.90
Στο καλαθι βιβλιαΑνέβηκα τρέχοντας στον δεύτερο όροφο όπου έμενε ο Πέδρο, προετοιμασμένος να γκρεμίσω και την πόρτα του διαμερίσματος του, αλλά δε χρειάστηκε. Η πόρτα ήταν ανοιχτή, και μέσα είχε φως. Πήγα κατευθείαν στο δωμάτιο της μουσικής και βρήκα το ζωγράφο αναίσθητο στο πάτωμα, δίπλα στο πιάνο. Κρατούσε στο ένα χέρι το μπαστούνι του και στο άλλο το τηλέφωνο, σαν να γαντζωνόταν στον κόσμο απ' αυτά τα δυο αντικείμενα. Γύρω απ' το λαιμό του υπήρχε μια μελανιά, σαν να τον είχαν στραγγαλίσει με σκοινί. Δεν ανέπνεε κι ήταν χλομός του θανατά, αλλά η καρδιά του χτυπούσε ακόμα. Κατανικώντας το φόβο μου, του έκανα τεχνητές αναπνοές με το στόμα. Μου μπήκε η γκροτέσκα ιδέα ότι φιλούσα την Ελένα δι’ αντιπροσώπου, αφού ήταν σίγουρο ότι εκείνα τα κρύα και αναιμα χείλια είχαν φιλήσει κάποια φορά (πολλές φορές;) τα δικά της. Σε λίγα λεπτά, ο Πέδρο άρχισε ν' αναπνέει, αργά αλλά ρυθμικά, αλλά δεν ανέκτησε τις αισθήσεις του. Είναι ο άνθρωπος εσαεί δέσμιος της γλώσσας; Γιατί τα αναγράμματα με τα οποία ο Γαλιλαίος έκρυβε τις ανακαλύψεις τον επιδέχονταν και δεύτερη ερμηνεία; Και πώς εξηγείται το ότι αυτή η ερμηνεία αποκάλυπτε σημαντικά αστρονομικά ευρήματα τρεις αιώνες πριν; Είναι άραγε μόνο τρία τα πρόσωπα που απαρτίζουν την Αγία Τριάδα; Αυτά και άλλα προβλήματα τυραννούν τον εν πλήρει συγχύσει κεντρικό ήρωα (αλλά και τον αναγνώστη) αυτού του μυθιστορήματος, μπλεγμένο στον ιστό μιας συναρπαστικής ιστορίας έρωτα και μυστηρίου, που το κλειδί του μπορεί και να είναι μια μελωδία κρυμμένη σ'έναν πίνακα του Ρούμπενς... Όμως, αν η τέχνη είναι η απάντηση, ποια είναι η ερώτηση;
Μέχρις ενός σημείου, η ατέλεια και ο θάνατος ανταγωνίζονται μεταξύ τους και αλληλοαναιρούνται. Αν ήμαστε τέλειοι, η ιδέα και μόνο ότι κάποτε θα πεθάνουμε, θα ήταν αφόρητη. Αν ήμαστε αθάνατοι, το άχθος των ατελειών μας, σε μια προοπτική αιωνιότητας, θα ήταν δυσβάστακτο. Ωστόσο, υπάρχουν μέρες όπου αυτή η ισορροπία της απελπισίας θραύεται, και σκεφτόμαστε ότι, αν διαθέταμε ένα ανεξάντλητο απόθεμα χρόνου, θα μπορούσαμε να καλύψουμε τις ελλείψεις μας και να απαλλαγούμε από τα ελαττώματα μας. Τότε μόνο βλέπουμε στο θάνατο τη βίαιη διακοπή που θα μας αποτρέψει απ' το να φτάσουμε να είμαστε εμείς οι ίδιοι, και η αγωνία μας κατακλύζει. Κάτι τέτοιες απαρηγόρητες μέρες, συνηθίζω ν' αναζητώ την αυταπάτη μιας απάντησης στα μουσεία, όπως την αναζητούσα στην εκκλησία όταν ήμουν μικρός, με τον ίδιο σεβάσμιο φόβο και την ίδια αίσθηση ασημαντότητας. Εκείνο το πρωί, το Πράδο ήταν ασυνήθιστα έρημο. Ίσως γι' αυτό αποφάσισα να περάσω από τις αίθουσες των φλαμανδών ζωγράφων. Είχα να τις επισκεφθώ από εκείνη τη μέρα, πάνω από τέσσερα χρόνια πριν, που τις είχα διατρέξει αργά με τη Νόρα, απολαμβάνοντας αυτή τη χλιαρή αίσθηση αχρονικότητας που μόνο η άδεια και σιωπηλή αίθουσα ενός μουσείου ή μιας βιβλιοθήκης μπορούν να μεταδώσουν. Ίσως και να ήξερα ήδη, ενώ βλέπαμε πιασμένοι από το χέρι τις σχολαστικές αλληγορίες του Bruegel ή του Bosch, ότι σε λίγο καιρό θα την έχανα. Όμως, μπροστά σ' αυτές τις αφηρημένες σκηνές, μπροστά σ αυτά τα παράθυρα που άνοιγαν σε μια αιωνιότητα φτιαγμένη από στιγμές πλήρεις και αυτάρκεις, είχα την αίσθηση ότι η Νόρα κι εγώ ήμαστε τόσο αχώριστοι όσο και οι εραστές που, στο κεντρικό τμήμα του Κήπου των Απολαύσεων αγκαλιάζονται για πάντα, μέσα σ ένα λουλούδι-φούσκα που τους απομονώνει και τους προστατεύει από τον κόσμο. Η δική μας φούσκα, χωρίς αμφιβολία, έμελλε να σκάσει αμέσως, αθόρυβα, σαν μια σαπουνόφουσκα, αφήνοντας μας γυμνούς και εκτεθειμένους - τουλάχιστον εμένα... Ένιωσα μια έκρηξη αγωνίας και θλίψης. Για μια στιγμή μου φάνηκε τρομερά άδικο το ότι εκείνη δεν ήταν εκεί, ότι αυτή η συρροή εσωτερικών και εξωτερικών συγκυριών δεν είχε προκαλέσει την παρουσία της, ότι αυτός ο πόνος, που τον είχα βαστάξει τόσον καιρό, δε θα 'βρίσκε καμία απόκριση, ούτε καν από μένα. Να κλείσω τα μάτια για μια στιγμή, μόνο μια στιγμή, όσο κρατάει ένας αργός σκαρ-δαμυγμός: αυτή υπήρξε η μοναδική σωματική συνέπεια, η μοναδική αντιληπτή εκδήλωση ενός πόνου για τον οποίο κάποτε αναλογιζόμουν ότι με είχε εξοντώσει. Κι ίσως να είχα εξοντωθεί στ' αλήθεια, μέχρι του σημείου του να μη το συνειδητοποιήσω... Όταν ξανάνοιξα τα μάτια μου, διαπίστωσα με έκπληξη ότι δίπλα μου στεκόταν κάποιος που δεν τον είχα ακούσει να πλησιάζει. Ήταν ένας άντρας ψηλός και μεγαλόσωμος, γύρω στα πενήντα, με διαπεραστικό βλέμμα και τραχιά χαρακτηριστικά. Μου έκανε κατάπληξη το πόσο έμοιαζε με το φίλο μου τον Φ.: τα ίδια αχτένιστα, ξανθοκόκκινα μαλλιά, τα ίδια αραιά γένια, σχεδόν το ίδιο παράστημα... Φορούσε μια φαρδιά, λευκή καμπαρντίνα κι ένα μαύρο κασκόλ γύρω στο λαιμό, και στηριζόταν σ' ένα χοντρό μπαστούνι. «Συμβαίνει και σ' εμένα» είπε με χαμηλή φωνή, σαν να μου εκμυστηρευόταν κάτι. «Υπάρχουν πίνακες που δε σ' αφήνουν να τους κοιτάς για πολλή ώρα.» Κατάλαβα ότι με είχε δεί να κλείνω τα μάτια, ίσως με μια έκφραση πόνου, κι ότι το είχε αποδώσει στην επίδραση αυτών των γοητευτικών και, ταυτόχρονα, ανησυχητικών εικόνων. Καθώς δεν είχε νόημα να του αποκαλύψω τους προσωπικούς μου λόγους για τους οποίους είχα ταραχτεί ακριβώς μπροστά σ' αυτόν τον πίνακα, σκάρωσα ένα χαμόγελο και συγκατένευσα μ' ένα νεύμα, κάτι που τον ενθάρρυνε να συνεχίσει: «Οι μεγάλοι πίνακες, πάντα συνέχονται με κάτι Κακό. Μας καλούν στο άχρονο, ολύμπιο βασίλειο τους, κι ύστερα μας φτύνουν σαν να 'μαστέ πικρές μπουκιές, μας επιστρέφουν στον άθλιο κόσμο μας. Σας το λέει κάποιος που έγινε ζωγράφος παρά τη θέληση του... In nomen omen... Η ομορφιά τους είναι μόνο η απαρχή του "φοβερού" που μπορούμε ακόμα ν' αντέξουμε (συνέχισε, παραθέτοντας Rilke), μα μόνο αν μπούμε μέσα τους θα μπορέσουμε να διακρίνουμε τον αφόρητο πυρήνα τους. Πώς ν' αντισταθείς στη μαγεία τους, στη μοιραία έλξη που σου ασκούν; Γι' αυτό και, συνήθως, οι πιο επικίνδυνοι είναι ακριβώς αυτοί που φαίνονται πιο ευχάριστοι... Το δεξιό φύλλο, που αναπαριστά τα μαρτύρια της κόλασης, είναι μάλλον γκροτέσκο παρά τρομαχτικό- εγώ, μάλιστα, το βρίσκω και διασκεδαστικό... Δε συμφωνείτε;» «Συμφωνώ ως προς το ότι είναι μάλλον γκροτέσκο παρά τρομαχτικό, τουλάχιστον όταν το βλέπεις απ' έξω» απάντησα, χωρίς να προσθέσω ότι η άποψη του περί διασκεδαστικού με ανησύχησε λιγάκι. «Ακριβώς! Το είπατε και μόνος σας: "όταν το βλέπεις απ'έξω". Γι' αυτό δεν είναι τόσο τρομαχτικό: γιατί σου επιτρέπει να το δεις απ' έξω. Όμως το κεντρικό τμήμα, που δίνει και το όνομα του στο τρίπτυχο, με την αναντίρρητα ιδιοφυή αναπαράσταση των απολαύσεων του έρωτα, αυτό, μάλιστα: είναι τρομαχτικό. Κι ο λόγος είναι ότι σε αναγκάζει να μπεις μέσα του, δε σ' αφήνει να μείνεις απ'έξω. Κι εγώ, όπως κι εσείς, αναγκάζομαι να κλείσω τα μάτια ή ν' αποστρέψω το βλέμμα μετά από λίγα δευτερόλεπτα... Και νά σκεφθείτε ότι το χειρότερο δεν είναι ορατό...» «Τι εννοείτε;» «Δεν έχετε δει ποτέ τον πίνακα με τα φύλλα κλειστά;» «Το πρωτότυπο, όχι. Μόνο στα βιβλία.» «Το θυμάστε;» «Ασφαλώς! Η πίσω όψη των φύλλων είναι ένα κιαροσκούρο που παραπέμπει στην Τρίτη Ημέρα της Δημιουργίας. Υπάρχει μια μεγάλη διαφανής σφαίρα που παριστάνει τον κόσμο, και στην άνω αριστερή γωνία είναι ο θεός...» «Ακριβώς. Εκ πρώτης όψεως δίνει την εντύπωση μιας σκηνής ανεκδοτολογικής, μιας απλής εισαγωγής στον κυρίως πίνακα. Όμως ο θεός κρατάει ένα βιβλίο.» «Έχω δει πιο τρομαχτικά πράγματα...» σχολίασα. «Αμφιβάλλω» έσπευσε να μου αποκριθεί. «Η σκηνή όπου ο Κρόνος τρώει τα παιδιά του, είτε στην εκδοχή του Goya είτε σ' αυτήν του Kubens, είναι μια σκηνή ευφρόσυνη αν τη συγκρίνεις με την εικόνα ενός θεού που δημιουργεί τον κόσμο από ένα βιβλίο, κι έτσι, εγκαθείργοντάς μας στη γλώσσα... Κι ύστερα τα φύλλα ανοίγουν, κι είμαστε εδώ μέσα (πρόσθεσε, δείχνοντας το κεντρικό τμήμα), χοροπηδώντας σαν χρυσόψαρα ανάμεσα στις σελίδες του βιβλίου, αναζητώντας τη λήθη της λήθης στο απελπισμένο ερωτικό παιχνίδι... Τρομερό, τρομερό... Αν και οφείλω να πω ότι έχετε δίκιο: υπάρχει ένας κήπος που είναι ακόμα πιο τρομαχτικός κι απ' αυτόν...» Εκείνη τη στιγμή, μπήκε στην αίθουσα μια γυναίκα. Τα μάτια μου συναντήθηκαν τυχαία με τα δικά της, και, χωρίς να καταλάβω καλά καλά τι έκανα, στηρίχτηκα στον ανύποπτο συνομιλητή μου σαν| να κινδύνευα να πέσω. Χωρίς αμφιβολία, προδιατεθειμένος από τις αναμνήσεις που μου είχε ξυπνήσει ο πίνακας, είχα την αστραπιαία, αλλά ζωηρότατη, αίσθηση ότι η γυναίκα αυτή ήταν η Νόρα. Στην πραγματικότητα, ήταν ξανθιά κι είχε ανοιχτόχρωμα μάτια, αντίθετα από τη Νόρα· είχε όμως το ίδιο ύψος και την ίδια χάρη, και η έκφραση του προσώπου της ήταν το ίδιο κράμα ψυχρότητας και γλύκας. «Ένας άγγελος μέσα σ' ένα χρηματοκιβώτιο»: έτσι είχα ορίσει τη Νόρα στο φίλο μου Λορέντσο που την είχε γνωρίσει και την είχε αγαπήσει τον ίδιο καιρό με μένα. Κι εγώ, ο αφελής, είχα πιστέψει ότι ήμουν ικανός ν' ανακαλύψω το συνδυασμό του χρηματοκιβωτίου. Ο συνομιλητής μου πρόσεξε την ταραχή μου και, για να διαπιστώσει τι ακριβώς την είχε προκαλέσει, ακολούθησε την κατεύθυνση του βλέμματος μου. Και τότε συνέβη κάτι πραγματικά εκπληκτικό: βλέποντας τη γυναίκα, πέταξε χάμω το μπαστούνι κι έπιασε να τρέχει σαν να 'χαν πάρει ζωή όλα τα δαιμόνια του πίνακα που κοιτάζαμε. Το πιο εκπληκτικό, μάλιστα, ήταν ότι κι η γυναίκα έτρεξε ξοπίσω του, με όση ταχύτητα της επέτρεπαν η στενή φούστα και τα ψηλοτάκουνα παπούτσια της. Σχεδόν αμέσως, όταν εκείνη συνειδητοποίησε ότι δεν υπήρχε περίπτωση να τον προλάβει, με πλησίασε με φούρια και μ' έπιασε απ' το μπράτσο. «Πρέπει να του μιλήσω» μου είπε, κοιτώντας με κατάματα, με φωνή αλλοιωμένη από την αγωνία και το τρέξιμο. «Σας καταλαβαίνω, δεσποινίς, αλλά δεν ξέρω πώς θα μπορούσα να...» «Ξέρετε - μη λέτε ότι δεν ξέρετε. Πείτε μου πού μπορώ να βρω τον Πέδρο. Έχει πολύ μεγάλη σημασία να του μιλήσω...» «Δεν ήξερα καν ότι τον λένε Πέδρο. Συναντηθήκαμε τυχαία μπροστά σ' αυτόν τον πίνακα και πιάσαμε την κουβέντα.» Έμεινε να με κοιτάζει για λίγα δευτερόλεπτα, σαν να προσπαθούσε να διαβάσει μες στα μάτια μου αν της έλεγα την αλήθεια. Ύστερα, έβγαλε απ' την τσάντα της μια ατζέντα, έσκισε ένα φύλλο κι έγραψε ένα όνομα κι ένα τηλέφωνο. «Με λένε Ελένα» είπε, δίνοντας μου το χαρτί, «κι αυτό είναι το τηλέφωνο μου. Αν ξαναδείτε τον Πέδρο, σας παρακαλώ, πείτε του ότι πρέπει να του μιλήσω επειγόντως. Μου υπόσχεστε ότι θα το κάνετε;» «Σας το υπόσχομαι» είπα, παίρνοντας το χαρτί. Συνέχισε να με κοιτάει στα μάτια λίγα ακόμα δευτερόλεπτα, κι ύστερα μου 'δώσε ένα φιλί στο μάγουλο κι έφυγε. Η αίθουσα έμεινε και πάλι άδεια. Όλα είχαν γίνει τόσο γρήγορα κι ήταν τόσο παράξενα, ώστε, αν δεν κρατούσα εκείνο το χαρτί στο χέρι μου και δεν έβλεπα το μπαστούνι που ήταν πεταμένο στο πάτωμα, θα αμφέβαλλα αν είχαν γίνει στ' αλήθεια. Ένα ζευγάρι Γιαπωνέζων μ' έβγαλε απ' τις σκέψεις μου. Ο άντρας πλησίασε για να σηκώσει το μπαστούνι, νομίζοντας κατά πάσα πιθανότητα ότι δυσκολευόμουν να το κάνω εγώ. Έκανα μια κίνηση προς τα μπρος για να τον αποτρέψω απ' το να κάνει τον κόπο, κι όπως έσκυψε κι εκείνος, κουτουλήσαμε. Ψέλλισα κάτι συγνώμες στ' αγγλικά, εκείνος γέλασε ευγενικά, κι έφυγα στηριζόμενος στο μπαστούνι, κάνοντας ότι κούτσαινα ελαφρά, για να μη προσβάλω τον φιλόφρονα τουρίστα. ʼφησα το τηλέφωνο μου στην είσοδο του μουσείου, για την περίπτωση που ο Πέδρο επέστρεφε για να πάρει το μπαστούνι του, και γύρισα σπίτι μέσα στην πιο μεγάλη σύγχυση. Μεγαλύτερη κατάπληξη δε μου δημιουργούσε τόσο αυτό καθαυτό που είχε συμβεί, όσο η επίδραση που ασκούσε πάνω μου. Αμφιβάλλω αν θα ήμουν πολύ πιο ταραγμένος και ανήσυχος αν η αυθεντική Νόρα εμφανιζόταν ξαφνικά και μου ζητούσε κάτι που δε θα μπορούσα να της δώσω...