ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ
βιβλια« Το μπαρ λεγόταν «Ο Βουκεφάλας» εδώ και πολλά χρόνια, μα κανένας πελάτης του δεν ήξερε τι σήμαινε η λέξη. Άλλοι έλεγαν πως ήταν μια ιδιαίτερη ράτσα ταύρου και άλλοι πως ήταν κάποιο σημείο στην ανατομία του ανθρωπίνου σώματος. Ούτε και ο Ισαάκ Πατσέκο, ο ιδιοκτήτης του, μπορούσε να σε διαφωτίσει για το ζήτημα. Το μπαρ του το είχε αγοράσει η γυναίκα με την οποία συζούσε τότε, κι αυτός την είχε παντρευτεί από ευγνωμοσύνη. Το όνομα αυτό υπήρχε στην είσοδο του μαγαζιού, και δεν μπήκε στον κόπο να το αλλάξει. Συνεπώς, ακόμα και τώρα, αναγκαζόταν κάπου κάπου να σηκώνει τους ώμους του και να λέει πως δεν ήξερε τι σήμαινε αυτή η παράξενη λέξη, όταν τον ρωτούσε κανένας νεόφερτος. Ο τύπος που μπήκε στο μπαρ εκείνο το βράδυ, όμως, δεν ρώτησε τίποτα. Φορούσε μάλλινο παλτό σε χρώμα πρασινωπό, καλά παπούτσια, και ήταν ξυρισμένος με μεγάλη επιμέλεια. Στο δεξί του χέρι κρεμόταν ένα δερμάτινο καφέ βαλιτσάκι. »
Το μπαρ λεγόταν «Ο Βουκεφάλας» εδώ και πολλά χρόνια, μα κανένας πελάτης του δεν ήξερε τι σήμαινε η λέξη. Άλλοι έλεγαν πως ήταν μια ιδιαίτερη ράτσα ταύρου, κι άλλοι πως ήταν κάποιο σημείο στην ανατομία του ανθρωπίνου σώματος. Ούτε και ο Ισαάκ Πατσέκο, ο ιδιοκτήτης του, μπορούσε να σε διαφωτίσει για το ζήτημα. Το μπαρ του το είχε αγοράσει η γυναίκα με την οποία συζούσε τότε, κι αυτός την είχε παντρευτεί από ευγνωμοσύνη. Το όνομα αυτό υπήρχε στην είσοδο του μαγαζιού, και δεν μπήκε στον κόπο να το αλλάξει. Συνεπώς, ακόμα και τώρα, αναγκαζόταν κάπου κάπου να σηκώνει τους ώμους και να λέει πως δεν ήξερε τι σήμαινε αυτή η παράξενη λέξη, όταν τον ρωτούσε κανένας νεόφερτος. Ο τύπος που μπήκε στο μπαρ εκείνο το βράδυ, όμως, δεν ρώτησε τίποτα. Φορούσε μάλλινο παλτό σε χρώμα πρασινωπό, καλά παπούτσια, και ήταν ξυρισμένος με μεγάλη επιμέλεια. Στο δεξί του χέρι κρεμόταν ένα δερμάτινο καφέ βαλιτσάκι. Από το βάθος του μαγαζιού η Ορτανσία Κολοράδο, περισσότερο γνωστή ως «Φλαουτίστα», ίσιωσε το εφαρμοστό μοβ μπλουζάκι της και σταύρωσε τα πόδια. Δεν ήταν δα και καμιά Μις Μαδρίτη, ούτε ποτέ ονειρεύτηκε να γίνει. Ωστόσο, είχε μάθει αρκετά καλά τους άντρες και ήξερε πως η στοματική της επιδεξιότητα ήταν μια τέχνη που δεν την κατείχε η πάσα μία. Έτσι ερμηνευόταν και το παρατσούκλι της. Ο τύπος ακούμπησε στην μπάρα και παράγγειλε ένα ουίσκι με νερό και πάγο. Πολύ λίγοι, απ' όσο ήξερε η Φλαουτίστα, παράγγελναν τέτοιο πράγμα στο Βουκεφάλα. Μεγάλωσε το ενδιαφέρον της για τον τύπο. «Τι μάρκα, παρακαλώ;» ρώτησε ο Πατσέκο. Ο άλλος δίστασε για μια στιγμή. «Σκοτσέζικο... Ό,τι να 'ναι.» Έδειχνε ανήσυχος. Κοίταξε το ρολόι του και περιέφερε το βλέμμα του βιαστικά κι αδιάφορα στο έρημο μαγαζί. Η Φλαουτίστα του χαμογέλασε δείχνοντας τα δόντια και τη γλώσσα της, μα ο τύπος έκανε πως δεν την είδε. Ο Πατσέκο του έφερε ένα ποτήρι όπου δύο παγάκια κολυμπούσαν μέσα σ' ένα κεχριμπαρένιο υγρό. Το απίθωσε δίπλα του. Ο άντρας το ήπιε μονορούφι. «Τι χρωστάω;» «Ένα πεντακοσάρικο, μα αν θέλετε άλλο ένα ποτό, κερνάει το κατάστημα.» Κούνησε αρνητικά το κεφάλι του. Στάλες ιδρώτα γλιστρούσαν στα λεία, παχουλά του μάγουλα. Έχωσε το δεξί χέρι στην εσωτερική τσέπη του σακακιού κι έβγαλε ένα πορτοφόλι πρησμένο σαν πεπόνι. Η Φλαουτίστα κατάπιε το σάλιο της. Ένιωθε να είναι πλασμένη για άντρες με τέτοια πορτοφόλια. Το πεντοχίλιαρο αιωρήθηκε λίγο στον αέρα κι ύστερα έπεσε πάνω στον πάγκο. Η Φλαουτίστα, σαν υπνωτισμένη, σηκώθηκε από την καρέκλα της και πλησίασε τον άγνωστο από πίσω. «Θα με κεράσεις κάτι;» του ψιθύρισε στ' αφτί. Ο άντρας τρόμαξε. «Συγνώμη, λυπάμαι πολύ δεσποινίς, μα πρέπει να φύγω.» «Έλα, γλύκα μου, ένα ποτάκι μόνο.» «Καλά, εντάξει» είπε με ξεψυχισμένη φωνή. «Ουίσκι» παράγγειλε η Φλαουτίστα. «Κερνάει ο κύριος.» Έδειξε στον μπάρμαν το χαρτονόμισμα, και ο νεοφερμένος ξανασήκωσε το χέρι του να δει την ώρα. Το βαλιτσάκι του φαινόταν καινούργιο και ακριβό. Η γυναίκα, χωρίς να το αγγίξει, μάντευε πόσο απαλό ήταν το δέρμα του. «Τόσο πολύ βιάζεσαι;» «Ε;» «Μείνε λίγο ακόμα, βρε αγόρι μου. Κοίτα, εσύ κι εγώ μπορούμε ναι πάμε εκεί στο σεπαρέ, να πάρουμε κι ένα μπουκαλάκι...» Έκανε μια' κίνηση με το χέρι της προς μία σκοτεινή γωνία και χαμήλωσε τη φωνή της. «Ούτε που φαντάζεσαι τι θα σου κάνω, μωρό μου.» «Βιάζομαι...» «Έλα, βρε παιδί μου». Του χάιδεψε το λαιμό, το στήθος και μετά το χέρι της κατέβηκε στη ζώνη του. Ήταν χοντρός, και οι σάρκες του βούλιαξαν στην πίεση του χεριού της. «Έλα, θα περάσουμε πολύ ωραία.» Έβγαλε τη γλώσσα και την έπαιξε στα μισάνοιχτα χείλια της. «Πάμε;» «Όχι, πρέπει να φύγω.» «Τα ρέστα σας, κύριε» είπε τότε ο Πατσέκο, και ακούμπησε στον πάγκο ένα πιατάκι με τέσσερα χαρτονομίσματα των χιλίων. Ο άντρας με το πράσινο παλτό και το βαλιτσάκι πήρε γρήγορα τα χρήματα, και χωρίς να χαιρετήσει έφυγε από το μαγαζί. Η Φλαουτίστα έγειρε πάνω στον πάγκο κοιτώντας την πόρτα. «Πω, πω βιασύνη που έχει» είπε. «θέλεις το ουίσκι;» «Πιες το εσύ.» «Τον τρόμαξες τον άνθρωπο, Φλαουτίστα. Είσαι ηλίθια.» «Άσε τις βλακείες» είπε κι άπλωσε την παλάμη της. «Μου χρωστάς μια μάρκα, Πατσέκο.» «Κανονικά δεν πρέπει να σου δώσω τίποτα.» Το αφεντικό του μπαρ άνοιξε το συρτάρι του πάγκου κι έδωσε στη γυναίκα ένα χαρτονόμισμα των εκατό. Αυτή το δίπλωσε στα τέσσερα και το έχωσε στο στήθος της. Έπαιξε ταμπούρλο με τα μακριά της νύχια, βαμμένα κατακόκκινα. «Ήταν φοβισμένος» επέμεινε. Ο Πατσέκο έπιασε να καθαρίζει τα ποτήρια και να τα βάζει στη θέση τους. Η νύχτα είχε τελειώσει εδώ και αρκετή ώρα. Όταν πήρε το μπαρ στ' όνομα του πίστευε πως θα ήταν καλή δουλειά. Τώρα, δεν ήταν πλέον και τόσο βέβαιος. Η Φλαουτίστα ήταν ελάχιστα ομιλητική, κι αυτός ακόμα λιγότερο. Έμειναν σιωπηλοί ώσπου το γαλάζιο ηλεκτρικό ρολόι, δώρο ενός αντιπροσώπου μιας εταιρείας ποτών, έδειξε τέσσερις τα ξημερώματα. Τότε, ο Πατσέκο αποφάσισε να σφυρίξει σχόλασμα. «Φύγε, Φλαουτίστα. θα κλείσω πια. Θα έρθεις να πιούμε έναν καφέ;» «Όχι, μετά δεν θα μπορώ να κοιμηθώ.» Πήγε προς τη θέση όπου καθόταν όλο το βράδυ, πήρε από την πλάτη της καρέκλας ένα άσπρο μάλλινο σάλι που το είχε φτιάξει με τα χεράκια της και μία τσάντα με επίχρυσα κουμπώματα. «Αύριο θα πάω στο μπαρ της Ροσάριο, Πατσέκο, μήπως και κάνω σεφτέ εκεί. Θα έρθω μετά από δω. Να μου φιλήσεις την Ανχελίτα.» Έκανε ψύχρα, και η γυναίκα τυλίχτηκε στο σάλι της. Μπορεί και να τσιμπούσε κανέναν αργοπορημένο, ή κάποιον από δαύτους που δεν έχουν πού να κοιμηθούν και ψάχνουν να περάσουν τη νύχτα με τον καλύτερο δυνατό τρόπο. Ίσως να της έπεφτε κανένας μεθυσμένος η κανένας μπάτσος. Δεν της άρεσε ούτε το ένα ούτε το άλλο. Οι σουρωμένοι ήταν πολύ αισθηματίες, πολυλογάδες, και ξερνούσαν πάνω της. Όσο για τους μπάτσους, καλύτερα να μην το σκέφτεται. Οι μπάτσοι δεν πληρώνουν. Περπάτησε προς τα πάνω, και τα βήματα της ακούστηκαν σαν πιστολιές στον έρημο δρόμο. Κάπου κάπου, ένα αμάξι σάρωνε τις προσόψεις των κτιρίων με τους προβολείς του κι ύστερα εξαφανιζόταν προς την Γραν Βία. Στο βάθος, στη γωνία της Αουγούστο Φιγερόα, είδε μια ανθρώπινη μορφή που καθόταν στο δρόμο με την πλάτη ακουμπισμένη στον τοίχο. Ήταν πηχτό το σκοτάδι, μα κατάφερε να τον δει καλά. Ήταν καθιστός με ίσιο το κορμί, με τα χέρια ανοιχτά δεξιά κι αριστερά και το κεφάλι ελαφρώς γερμένο πάνω στο στήθος. Προχώρησε και πέρασε απέναντι. Δεν υπήρχε ψυχή. «Γεια σου, παίδαρε. Τι κάνεις;» Ο μεθυσμένος δεν κουνήθηκε. Το παλτό που φορούσε μπορεί και να ήταν μάλλινο σε χρώμα πρασινωπό. Πάντως, ήταν πολύ σκοτεινά για να το ξεχωρίσεις. Τον σκούντηξε στον ώμο, και τότε είδε το σκούρο και παχύρρευστο υγρό να φτιάχνει ένα μεγάλο λεκέ μπροστά στο παλτό και να λερώνει το έδαφος. Το κεφάλι του έγειρε στο πλάι και φάνηκε μια φρικτή πληγή που έκοβε το λαιμό του από το ένα αφτί ως το άλλο, σαν ένα πελώριο στόμα που κάγχαζε. Η γυναίκα έβγαλε μια κραυγή και τινάχτηκε πίσω. Με το δεξί της πόδι έσπρωξε άθελα της τον άντρα που κύλησε στο έδαφος μ' έναν υπόκωφο θόρυβο. Έπεσε ανάσκελα. Κάτω από το κορμί του προεξείχε ένα μικρό πιστολάκι που έμοιαζε παιχνίδι. Έσφιξε το στομάχι της με τα δυο της χέρια και σηκώθηκε τρεκλίζοντας. Με τα μάτια πεταγμένα έξω από το φόβο, έκανε πίσω κι έπιασε να τρέχει στην ανηφόρα. Είχε αναγνωρίσει το χλωμό παχουλό πρόσωπο και το πράσινο παλτό.