€9.54 €10.60
Στο καλαθι βιβλια«Α όχι, Μομό! Βγες από τον αυτοκινητόδρομο! Αυτοκινητόδρομος σημαίνει: Περάστε, περάστε, δεν έχει τίποτα να δείτε. Είναι για τους χαζούς που θέλουν να πάνε γρήγορα από το ένα σημείο στο άλλο. Εμείς δεν κάνουμε γεωμετρία· ταξιδεύουμε. Βρες μου ωραίες δημοσιές που δείχνουν ό,τι αξίζει να δει κανείς.» «Πώς φαίνεται ότι δεν οδηγείτε εσείς, κύριε Ιμπραήμ...» «Για να σου πω, Μομό! Αν δεν θες να δεις, πάρε το αεροπλάνο όπως όλος ο κόσμος.» «Το μέρος εδώ είναι φτωχό, κύριε Ιμπραήμ;» «Ναι· είναι η Αλβανία.» «Κι εδώ;» «Σταμάτα το αυτοκίνητο. Μύρισε. Τι μυρίζεις; Μυρίζει ευτυχία: είμαστε στην Ελλάδα. Οι άνθρωποι δεν τρέχουν πέρα-δώθε, μες στο χασομέρι τους μας κοιτάζουν να περνάμε, αναπνέουν βαθιά. Βλέπεις, Μομό, εγώ θα 'χω περάσει όλη μου τη ζωή δουλεύοντας, αλλά δουλεύοντας αργά, με το πάσο μου- ούτε πολλά λεφτά μ' ένοιαζε να κάνω, ούτε να 'ρχονται ουρές οι πελάτες. Αυτό είναι το μυστικό της ευτυχίας: η βραδύτητα. Τι θες να κάνεις όταν μεγαλώσεις;» «Δεν ξέρω, κύριε Ιμπραήμ. Ή μάλλον ξέρω: Εισαγωγές-εξαγωγές.»
ΣΤΑ ΕΝΤΕΚΑ ΜΟΥ, έσπασα το γουρουνάκι μου και πήγα στις πουτάνες. Το γουρουνάκι μου ήταν ένας κουμπαράς από γυαλιστερή πορσελάνη. Είχε ένα χρώμα σαν του ξερατού και μια σχισμή που άφηνε το κέρμα να μπαίνει, αλλά όχι και να βγαίνει. Αυτόν τον μονόδρομο κουμπαρά τον είχε διαλέξει ο πατέρας μου γιατί ταίριαζε απόλυτα στην αντίληψη του για τη ζωή.«Τα χρήματα είναι για να τα φυλάμε κι όχι να τα ξοδεύουμε.» Τπήρχαν διακόσια φράγκα στην κοιλιά του γουρουνιού. Όσα είχα μαζέψει σε τέσσερις μήνες. Ένα πρωί, πριν φύγω για το σχολείο, μου είπε ο πατέρας μου: «Μωυσή, δεν καταλαβαίνω... Λείπουν λεφτά... Από τώρα και στο εξής, θα γράφεις στο τετράδιο της κουζίνας ό,τι ξοδεύεις για τα ψώνια.» Δεν έφτανε, λοιπόν, που τ' άκουγα στο σχολείο όπως και στο σπίτι, που έπλενα, που διάβαζα, μαγείρευα, έκανα τα ψώνια, δεν έφτανε που ζούσα μόνος μέσα σ' ένα μεγάλο διαμέρισμα, άδειο, σκοτεινό, χωρίς αγάπη, που ήμουν πιο πολύ ο σκλάβος παρά ο γιος ενός δικηγόρου χωρίς γυναίκα και χωρίς δουλειές, θα με περνούσαν τώρα και για κλέφτη; Ε, αφού ήμουν ήδη ύποπτος κλοπής, ας έκλεβα. Που λέτε, υπήρχαν διακόσια φράγκα στην κοιλιά του γουρουνιού. Διακόσια φράγκα ήταν η τιμή μιας κοπέλας, στην οδό Παραδείσου. Ήταν η τιμή της ενηλικίωσης. Οι πρώτες μου ζήτησαν ταυτότητα. Παρά τη φωνή μου, παρά το βάρος μου (ήμουν χοντρός σαν σακί για ζαχαρωτά) δε με πίστευαν που τους έλεγα ότι ήμουν δεκάξι θα πρέπει να μ' έβλεπαν να περνώ και να μεγαλώνω, όλα αυτά τα χρόνια, κρατώντας το διχτάκι για τα ψώνια. Στο βάθος του δρόμου, κάτω απ' την καμάρα, υπήρχε μια καινούργια. Ήταν παχουλή, όμορφη σαν ζωγραφιά. Της έδειξα τα λεφτά μου. Χαμογέλασε. «Είσαι εσύ δεκάξι;» «Αν θες να μάθεις, ναι' από σήμερα το πρωί.» Ανεβήκαμε. Δεν μπορούσα να το πιστέψω, ήταν είκοσι δύο χρονών, ήταν μια γριά κι ήταν όλη δικιά μου. Μου εξήγησε πώς πλένονται, κι ύστερα πώς κάνουν έρωτα... Εγώ, φυσικά, τα ήξερα όλα αυτά, αλλά την άφησα να τα πει για να αισθανθεί πιο άνετα, έπειτα, μ' άρεσε πολύ η φωνή της, λίγο βαριά, λίγο σαν λυπημένη. Την ώρα που το κάναμε, λίγο έλειψε να λιποθυμήσω. Στο τέλος, μου χάιδεψε απαλά τα μαλλιά και μου είπε: «Πρέπει να ξανάρθεις και να μου φέρεις ένα δωράκι». Αυτό, μου χάλασε κάπως τη χαρά μου: είχα ξεχάσει το δωράκι. Τώρα, λοιπόν, ήμουν άντρας, είχα πάρει το βάπτισμα ανάμεσα στα σκέλια μιας γυναίκας, μόλις που με κρατούσαν τα πόδια μου, τόσο πολύ έτρεμαν οι γάμπες μου, κι άρχιζαν κιόλας οι σκοτούρες: είχα ξεχάσει το περίφημο δωράκι. Γύρισα τρεχάλα στο σπίτι, όρμηξα στο δωμάτιο μου, κοίταξα ολόγυρα μου να βρω τι είχα το πιο ακριβό που θα μπορούσα να χαρίσω, κι ύστερα, μια και δυο, πίσω στην οδό Παραδείσου. Η κοπέλα ήταν πάντα κάτω απ' την καμάρα. Της έδωσα το αρκουδάκι μου.