ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ
βιβλια« Την είχα αράξει με τα πόδια πάνω στο γραφείο μου. Το αιρκοντίσιον τα 'χε φτύσει, και βαριόμουν ν' ανάψω τον ανεμιστήρα απέναντι, οπότε είχα βγάλει την μπέμπελη. Προσπάθησα τουλάχιστον να σκοτώσω τη μύγα που μου τα 'χε πρήξει, αλλά αστόχησα. Χρειαζόμουν επειγόντως κάτι που θα μου ξανάδινε τη φόρμα μου. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα καλύτερο από το κυνήγι της επικήρυξης για τη σύλληψη της 17 Νοέμβρη. Όσο αναλογιζόμουν ότι έχασα τα ίχνη της αρχηγού μέσα από τα χέρια μου... Γαμώ το φελέκι μου. Ρόιδο τα έκανα πάλι!» Ο ατρόμητος, αδίστακτος και δαιμόνιος ντετέκτιβ Παν Σόμπολ τα βάζει με όλους, την πέφτει σε όλες και τα πίνει όλα. Η ερωτική Πολίτσια τον βοηθά να ξετυλίξει το κουβάρι της τρομοκρατίας παίρνοντας σε αντάλλαγμα το φλογερό κορμί του και την μυστηριώδη αρχηγό της Ε.Ο. 17Ν. Μία ιστορία «για μέσα».
Πρώτο διπλό Chivas «Τι σκέφτεται το μωρό μου;» νιαούρισε η ηλιοκαμένη ξανθιά τεντώνοντας το υπέροχο κορμί της πάνω στο σατέν σεντόνι. Ο Παν δεν απάντησε. Στεκόταν γυμνός στην μπαλκονόπορτα και παρατηρούσε τη θάλασσα. Βρίσκονταν στον πέμπτο όροφο ενός παραλιακού ξενοδοχείου, κάπου ανάμεσα στη Βουλιαγμένη και στη Βάρκιζα. Η λάμψη των αστεριών θυσιαζόταν στον ερχομό της χαραυγής, όμως το φως του μισοφέγγαρου αντιστεκόταν ακόμα, με τη συμπαράσταση των κυματιστών αντανακλάσεων. Δυο-τρία αδέσποτα σκυλιά γάβγισαν ένα αυτοκίνητο που ξεκίνησε μαρσάροντας από το πάρκινγκ του ξενοδοχείου. Γύρισε και αντίκρισε την Μίνα. Είχαν κάνει έρωτα για ώρες με ακραίο πάθος. Τώρα, όμως, υψωνόταν ανάμεσα τους το ημιδιαφανές πέπλο της αποξένωσης. Κανονικά θα έπρεπε με την εμπειρία του να το είχε αποφύγει αυτό, αλλά οι ενοχές δεν του επέτρεπαν να ενεργήσει με τη συνήθη επαγγελματική ακρίβεια. Ο Παν Σόμπολ συλλογίστηκε με πίκρα ότι ήταν υποχρεωμένος να φέρει εις πέρας την αποστολή του αποσπώντας στοιχεία από την ύποπτη που απλωνόταν στο κρεβάτι. Ήξερε πολύ καλά πως μόλις είχε συνουσιαστεί με τη γυναίκα που η CIA θεωρούσε αρχηγό της 17Ν, κι αυτό του προξενούσε εντονότερο ρίγος απ' ό,τι οι ηδονικοί σπασμοί της λεκάνης της, λίγα λεπτά πριν. «Έλα! Πες μου τι σκέφτεσαι!» επέμεινε η Μίνα σφίγγοντας το μαξιλάρι στο στήθος της. «Αναλογίζομαι πόσο τυχερός στάθηκα που σε γνώρισα το απόγευμα» απάντησε εκείνος αβίαστα. «Για φαντάσου!» πρόσθεσε, «να γνωρίσω μια γυναίκα σαν εσένα στη δεξίωση της προεδρίας.» Μέσα του, ο Παν Σόμπολ απένειμε τα εύσημα στον ανώνυμο επιχειρησιακό σχεδιαστή αν ήταν ένας κι όχι ολόκληρη επιτροπή αυτής της ευτυχούς «σύμπτωσης.» Το μόνο που απέμενε και δεν ήταν καθόλου εύκολο ήταν να διεκπεραιώσει τη γνωριμία του με τη Μίνα χωρίς βιασύνες που θα έθεταν σε κίνδυνο την αποστολή του. Αυτό είχε βεβαίως και τα καλά του, εφ' όσον απαιτείτο η μακροημέρευση της σχέσης του με το κελεπούρι που είχε τσιμπήσει μαεστρικά. Κατά το χάραμα διέσχιζαν την παραλιακή μέσα στην ασημί Τζάγκουαρ. Είχε κρεμαστεί από το λαιμό του και του χάιδευε τα μαλλιά, ενώ εκείνος πάλευε να βρει τις ταχύτητες ανάμεσα στα μπούτια της. «Ωραίο αμάξι!» «Κάτι λέει. θα έπαιρνα Φεράρι, αλλά δεν μας αφήνουν στη CIA να έχουμε φανταχτερά αυτοκίνητα, κι έτσι βολεύομαι μ' αυτό για να κάνω τη δουλειά μου.» Πέρασαν δέκα μέρες, κι από τη Μίνα ούτε φωνή ούτε ακρόαση. «Μα τι λάθος έκανα;» αναρωτιόταν ο Παν Σόμπολ. Τελικά, του ήρθε η έμπνευση: παραήταν τζιτζιφιόγκος για μια γυναίκα της δράσης όπως εκείνη. Αποφάσισε να αναλάβει πρωτοβουλίες χρησιμοποιώντας τις δικές του μεθόδους. Για να σιγουρέψει την αλλαγή χαρακτήρα του κεντρικού ήρωα του βιβλίου του, έβαλε χέρι και στην αφήγηση. Κομμένες οι γλαφυρές περιγραφές και οι κυριλέ διάλογοι. Ο πόλεμος μόλις είχε αρχίσει. Την είχα αράξει με τα πόδια πάνω στο γραφείο μου. Το αιρκοντίσιον τα 'χε φτύσει, και βαριόμουν ν' ανάψω τον ανεμιστήρα απέναντι, οπότε είχα βγάλει την μπέμπελη. Προσπάθησα τουλάχιστον να σκοτώσω τη μύγα που μου τα 'χε πρήξει, αλλά αστόχησα. Χρειαζόμουν επειγόντως κάτι που θα μου ξανάδινε τη φόρμα μου. Δεν μπορούσα να σκεφτώ τίποτα καλύτερο από το κυνήγι της επικήρυξης για τη σύλληψη της 17 Νοέμβρη. Όσο αναλογιζόμουν ότι έχασα τα ίχνη της αρχηγού μέσα από τα χέρια μου... Γαμώ το φελέκι μου. Ρόιδο τα έκανα πάλι! Ξαφνικά, χτύπησε το τηλέφωνο. Κάτι πρέπει να γίνει μ' αυτήν την καταραμένη συσκευή επιτέλους. Ένας προειδοποιητικός βόμβος ότι σε λίγο θα κουδουνίσει, ή κάτι τέτοιο. Με αιφνιδίασε τόσο, που το σήκωσα αμέσως. «Γραφείο ιδιωτικών υποθέσεων Παν Σόμπολ. Ομιλείτε παρακ...» «Μουνόπανο! θα 'ρθω εκεί να σου στρίψω το λαρύγγι. Με τη γυναίκα μου ρε καριόλη;» Αμάν! Η κωλοφωνή του Χατζημπίρου. Δεν πρέπει να μου πάρει τον αέρα: «Τι φωνάζεις μωρέ; Μου ανέθεσες να διαπιστώσω αν η γυναίκα σου γαμιέται, κι εγώ έκανα αυτό ακριβώς.» «Μα εσύ πήγες και τη γάμησες!» γάβγισε τόσο δυνατά που πάρκαρα το ακουστικό στην άκρη του γραφείου. «Και πώς αλλιώς ήθελες να μάθω όλη την αλήθεια ρε ηλίθιε; Με αποσπασματικές παρακολουθήσεις; Αυτά είναι για τους άλλους ντετέκτιβ. Μην ξεχνάς, χοντρούλη, ότι είμαι ο καλύτερος των Βαλκανίων.» «Έχεις το θράσος να μου δικαιολογείσαι; ʼτιμε, θα σε καθαρίσω...» «ʼσε τις απειλές και στείλε μου μέχρι αύριο το υπόλοιπο της αμοιβής μου για να λάβεις την πλήρη λίστα με τους μπήχτες της ξεκωλιάρας σου.» «Τι; γαμιέται και μ' άλλους;» «Αμέ! Αλλά αν θες να τους μάθεις πρέπει πρώτα να μου τα σκάσεις.» «Και πώς τους ανακάλυψες;» «Επαγγελματικό απόρρητο. Αλλά εσύ, ρε Χατζημπίρε, πού το κατάλαβες ότι την κουτούπωσα τη δικιά σου; «Είχα προσλάβει κι άλλον ντετέκτιβ για να παρακολουθεί εσένα.» «ʼντε!» «Αμ πώς; Μπρίκια κολλάμε; Λοιπόν, θα σου στείλω αύριο τα λεφτά για να μου δώσεις τον κατάλογό σου.» Κατέβασα το ακουστικό. Ανάσανα κι απ' αυτήν την υπόθεση. ʼρχισα να σκέφτομαι ότι έπρεπε να ξεφορτωθώ για ένα διάστημα όλους τους μαλακοσυζυγούληδες για να αφοσιωθώ στα τρία εκατομμύρια της επικήρυξης. Τότε, ξαναχτύπησε το τηλέφωνο. Το σήκωσα με άνεση, σίγουρος ότι δεν ήταν ο Χατζημπίρος. «Εμπρός.» «Και δε μου λες, κοπρόσκυλο, γιατί πριν ξέχασα να σε ρωτήσω: την Τζάγκουαρ γιατί τη βούτηξες;» «Και τι ήθελες, να κυκλοφοράω την όμορφη γυναίκα σου με το Ντε Σεβό;» «Κοιτά να τσακιστείς να μου την επιστρέψεις μέχρι το απόγευμα. Κανονικά θα 'πρεπε να σε καταγγείλω, αλλά έχε χάρη που δεν θέλω σκάνδαλα.» Αυτό ήταν! Δεν θα ξανασηκώσω το τηλέφωνο σήμερα. ʼνοιξα το μπουκάλι με το ουίσκι και κατέβασα δυο γερές γουλιές, πριν κατεβάσω το φερμουάρ. Μπροστά μου ζωγραφίστηκαν ανάγλυφα τα οπίσθια της Ντίνας Χατζημπίρου. Καλά τα είχαμε βρει με το γκομενάκι. Την είχα φωτογραφήσει κάνα δυο φορές με γκόμενους, αλλά οι φωτογραφίες θα έμεναν στη συλλογή μου με αντάλλαγμα τη ζεστή μουνάρα της και την ασημί κουρσάρα του συζύγου. Όχι για πολύ. Για δέκα μερούλες. Όσο θα 'λείπε ο εργοδότης μου στο εξωτερικό. Τώρα, όμως, που του τα σφύριξε όλα ο συνάδελφος, τέρμα τα μεγαλεία! Επιστροφή στο Ντε Σεβό και στη μαλακία. ʼει σιχτίρ! Γέμισε ο τόπος ευσυνείδητους υπαλλήλους, θέλεις κύριε να τηρείς τους κανόνες δεοντολογίας; Γίνε αστυνομικός συντάκτης να Όύμε, τι μου μοστράρεις για ντετέκτιβ; Κατά τις έξι άνοιξα το πάνω δεξιά συρτάρι και πήρα τα κλειδιά της Τζάγκουαρ. Πρόσθεσα δυο τυχαία ονόματα στη λίστα με τους εραστές της Χατζημπίρου (για να κάνουν μπούγιο), την έχωσα στην τσέπη μαζί με τις φωτογραφίες και βγήκα από το γραφείο. Προτίμησα τις σκάλες για να διαπιστώσω αν με είχε επηρεάσει το αλκοόλ. Πέρασα το τεστ των τεσσάρων ορόφων για πλάκα. Στο δρόμο στεκόταν μια γάτα παρατηρώντας την κίνηση, με την πλάτη γυρισμένη στην είσοδο του κτιρίου. Ιδανική ευκαιρία! Πάτησα την ουρά της με το αριστερό πόδι και σούταρα αστραπιαία με το δεξί, ενώ η σόλα του αριστερού παπουτσιού αποχωριζόταν από το έδαφος τη στιγμή ακριβώς που η γάτα ξεκινούσε την ευθύβολη τροχιά της προς το βάθος της εστίας των σκουπιδιών. Τα πιτσιρίκια με επευφήμησαν, κι εγώ μούντζωσα τον εαυτό μου που δεν έγινα στράικερ. Μυρίζομαι την ευκαιρία από χιλιόμετρα, ο πούστης. Μου στρούτζωσε κάτι μούτρα το Ντινάκι, που δεν περιγράφονται. Εδώ που τα λέμε είχε δίκιο, αλλά τι να 'κάνα; Χατζή μπίρος είναι αυτός και τα σκάει. Τι τα θες, μέχρι να παντελονιάσω τα τρία μιλιόνια θα ασχολούμαι με απατημένους λαϊκούς καψούρηδες. Για να εξιλεωθώ από τις τύψεις της προδοσίας, χώθηκα σ' ένα μπαρ στο Ψυχικό. Με το που μπήκα, κατάλαβα ότι έπρεπε να βγω από κει μέσα. Το περιβάλλον ήταν πολύ τρέντι, και ο μπάρμαν πολύ αδερφή για να με προσέξει αμέσως. Αλλά χρειαζόμουν μερικά ποτά για να ξεπλύνω το κατακάθι της μέρας. Έτσι, στάθηκα στην άκρη της μπάρας και περίμενα τον δικό μου να τελειώσει τα χαχανητά μ' έναν σημαιοστόλιστο γκέι. Μετά από δέκα λεπτά ήρθε προς το μέρος μου. «Καλησπέρα. Ένα ουίσκι λονγκ ντρινκ παρακαλώ.» «Τι;» «Ένα ουίσκι λονγκ ντρινκ» ξανάπα με μεγαλύτερη ένταση. Απομακρύνθηκε μπερδεμένος. Τον παρατηρούσα να σαρώνει με το βλέμμα τα ράφια. Είχε την άκρη του δείκτη του δεξιού χεριού στο στόμα. ʼκουγα τον εγκέφαλο του να διαστέλλεται. Λίγο ακόμα και θα έφτανε τη διαστολή της ροδέλας του. Τελικά, επέστρεψε καταπτοημένος. «Δυστυχώς, δεν έχουμε ουίσκι Λονγκ Ντρινκ.» Αναστέναξα. «Βάλε μου ουίσκι με νερό.» «Τι μάρκα;» «Ό,τι να 'ναι.» Κοίταξα λίγο τις παρέες στην μπάρα και στα τραπέζια, γιατί δεν άξιζε τον κόπο να τις κοιτάξεις παραπάνω. Τον είδα έκπληκτος να ακουμπάει μπροστά μου ένα χαμηλό ποτήρι ουίσκι με πάγο κι ένα ποτήρι νερό. «Τι είναι αυτό;» «Η παραγγελία σας κύριε.» «Μα εγώ ζήτησα ουίσκι με νερό, όχι ουίσκι και νερό!» Αποφάσισα να μη συζητήσω άλλο και να διορθώσω μόνος μου την κατάσταση. Ήπια το νερό μέχρι τη μέση, και άδειασα στο ποτήρι το ουίσκι με τα παγάκια. Το μάθημα έπιασε τόπο, γιατί εξέτασα τον μπάρμαν άλλες πέντε φορές και δεν έκανε κανένα λάθος. Λονγκ ντρινκ ξελονγκ ντρινκ, τα χτυπούσα ανά δεκάλεπτο. Όχι, παίζουμε! Είμαι τόσο γαμηστερός ντετέκτιβ, που μεθάω πού και πού για να 'χει και λίγο ενδιαφέρον. Το άλλο πρωί είχα για κεφάλι ένα λέβητα της κολάσεως. Πάνω που διέκρινα ένα τσούρμο γυμνές αμαρτωλές να τσουρουφλίζονται και να το φχαριστιόνται, άκουσα το τηλέφωνο. Το άφησα να χτυπάει χωρίς να πάρω τα μάτια μου από τη φαντασίωση των πουτανών της χύτρας. Όμως, η επιμονή του τύπου που με καλούσε συμμάχησε με την επαγγελματική μου περιέργεια. Αναγκάστηκα να το σηκώσω στο ενδέκατο χτύπημα. «Γραφείο ιδιωτικών υποθέσεων Σόμπολ...» «Καλημέρα σας. Είμαι ο Μάρκελος Μαστρογιάννης, και χρειάζομαι επειγόντως τη βοήθεια σας.» «Τι πρόβλημα αντιμετωπίζετε, κύριε Μαστρογιάννη;» «Πήγα στην αστυνομία και βάλανε τα γέλια. Όμως, το πρόβλημα . μου είναι πολύ σοβαρό.» Παύση, δισταγμός. Μπορούσα να αφουγκραστώ την ασυναρτησία να μπουσουλάει μέσα από τις γραμμές για να φτάσει στο ακουστικό μου. Τελικά, το πέταξε: «Με κυνηγάει ένας αιμοσταγής μελισσοκόμος.» Έμπηξα τα γέλια. «Βλέπετε; Οι πάντες γελούν μαζί μου αλλά δεν ξέρουν τι τραβάω...» «Συγνώμη, Μαστρογιάννη. Υπόσχομαι ότι δεν θα ξαναγελάσω με την υπόθεση σου· τουλάχιστον, μέχρι να τη φέρω εις πέρας.» «Δηλαδή, θα την αναλάβεις;» «Θα την ξεσκίσω, όχι απλώς θα την αναλάβω... Μη σ' ανησυχεί ο μελισσοκόμος, θα τον στείλω για τσάι. Φτάνει να με πληρώνεις τριάντα ευρώ για κάθε ημέρα ενασχόλησης μου με δαύτον.» «Λογική τιμή. Το πρόβλημα, ωστόσο, δεν είναι τα χρήματα. Το πρόβλημα είναι αυτός ο υποψήφιος.» «Ποιος υποψήφιος;» «Ο μελισσοκόμος, ποιος άλλος; Είμαι πρόεδρος των ελλήνων μελισσοκόμων από το 1986, κι αυτός ο αλητήριος πάει να μου φάει τη θέση.» «ʼκου φίλε μου, γιατί δεν έρχεσαι από το γραφείο μου να συνεννοηθούμε;» Του έδωσα τη διεύθυνση κι έκλεισα. Πάνω στην ώρα. Αυτό το τηλεφώνημα κόντευε να με αποτελειώσει. Έβαλα μια βότκα για να στανιάρω. Ευτυχώς, ο τύπος ερχόταν από μακριά. Είχα χρόνο γι' άλλες δύο βότκες, που βελτίωσαν κάπως την κατάσταση μου. Πού διάολο βρέθηκε κουνούπι εδώ μέσα; Πάνω που είχα αποφασίσει ότι δεν θα 'ρχόταν κι ετοιμαζόμουν να φύγω, ακούστηκε το χτύπημα. Σκέφτηκα να κάνω τον ψόφιο κοριό για να τον αποφύγω, τουλάχιστον για εκείνη τη μέρα. Από απροσεξία, έριξα το ποτήρι στο πάτωμα καταστρέφοντας δύο δάχτυλα βότκα και τη σωτήρια σιωπή. «Περάστε, κύριε Μαστρογιάννη.» Μπήκε διστακτικά ένα ανθρωπάκι, γύρω στα πενήντα. Ύψος 1.60, αδύνατος, οστεώδες πρόσωπο, ψαρά μαλλιά. Του έδειξα εγκάρδια την πολυθρόνα απέναντι μου και τον ρώτησα τι θα ήθελε να του προσφέρω από το καφενεδάκι της γωνίας. Όταν απάντησε, σήκωσα το ακουστικό πατώντας μία από τις μνήμες στο καντράν: «Έλα Σταμάτη, Σόμπολ. Φέρε σε παρακαλώ στο γραφείο μου έναν γλυκύ βραστό και τον εσπρέσο μου.» Η φωνή του Σταμάτη έμοιαζε εντυπωσιακά με τον μονότονο περιοδικό ήχο της αναπάντητης κλήσης. Φυσικά· αφού είχα καλέσει το τηλέφωνο του σπιτιού μου. Γυφτιά θα μου πείτε, αλλά με τις αφραγκιές που μ' έδερναν, σιγά μην τον κερνούσα καφέ. «Λοιπόν, κύριε Μαστρογιάννη, θα χρειαστώ ορισμένα στοιχεία για τον άνθρωπο που σας απειλεί. Πείτε μου κατ' αρχάς τ' όνομα του.» «Δυστυχώς, δεν το ξέρω. Κανείς δεν το ξέρει. Ούτε και τον έχουν δει ποτέ. Κι αυτοί που τον έχουν δει αδυνατούν να τον αναγνωρίσουν, διότι αλλάζει συνεχώς πρόσωπα.» Φύσηξα τον καπνό όσο πιο αργά μπορούσα. Τον κοιτούσα να ανεβαίνει προς την οροφή, και προσπαθούσα να χωνέψω τις αρλούμπες που μου τσαμπούναγε ο τύπος. Αποφάσισα να ξεκαθαρίσω τα δεδομένα της υπόθεσης. «Μα, αν δεν κάνω λάθος, στο τηλέφωνο μου είπατε ότι αυτός για τον οποίο μου μιλάτε διεκδικεί την προεδρία του συλλόγου των μελισσοκόμων...» «Και δυστυχώς θα μου την αρπάξει» κλαψούρισε. «Για στάσου ρε μάστορα!» νευρίασα, «πώς διάολο θα εκλεγεί πρόεδρος των μελισσοκόμων χωρίς να εμφανιστεί και χωρίς να αποκαλύψει την ταυτότητα του;» «Πρέπει να το πιστέψετε! Είναι ικανός να το καταφέρει. Είναι ο σατανικότερος άνθρωπος στη χώρα! Σκεφτείτε ότι έχει τις περισσότερες κυψέλες στην Ηλεία και τις περισσότερες δολοφονίες στην Κυψέλη.» «Πάλι δεν καταλαβαίνω πώς ένας αόρατος άνθρωπος θα εκλεγεί πρόεδρος των μελισσοκόμων. Αρχίζω να εκνευρίζομαι Μαστρογιάννη με τις τρίχες που μου αραδιάζεις.» Έσβησα το τσιγάρο κοιτώντας τον αγριεμένα. Πάλι καλά που δεν είχα παραγγείλει καφέ γι' αυτόν τον ημίτρελο. Ούτως ή άλλως, δεν θα τον έπινε· θα του τον πετούσα στη μούρη. Τότε συνέβη το εξής καταπληκτικό: ʼρχισε να κλαψουρίζει! Ανάμεσα στα αναφιλητά με ικετευε να του σώσω τη ζωή και, αν μπορώ, να του γλιτώσω και την Προεδρία των μελισσοκόμων. Αυτό ήταν! Όλο το ουίσκι της προηγουμένης μού ανέβηκε στο κεφάλι. Σηκώθηκα για να τον πετάξω έξω με τις κλωτσιές, όταν έβγαλε από την τσέπη του ένα μάτσο λεφτά και τ' άφησε στο γραφείο μου. «Από σήμερα λοιπόν, Μάρκελε, μπορείς να κοιμάσαι ήσυχος. Τα ψωμιά του αόρατου διώκτη σου είναι μετρημένα.» Θα ήταν γύρω στα πεντακόσια ευρώ... Υπάρχουν ορισμένα πράγματα που βγάζει κάποιος από την τσέπη του και μπορούν να σ' αναγκάσουν να κάνεις οτιδήποτε! Το δεύτερο δραστικότερο είναι τα χρήματα. Όταν ξεκουβαλήθηκε ο εκλεκτός μου πελάτης, παράγγειλα καφέ απ' τη γωνία κι έβγαλα το κουπόνι του στοιχήματος, θυμήθηκα τη φάση με τη γάτα, κυρίως τη στριγκλιά της λίγο πριν σφηνωθεί στον σκουπιδόλοφο. Φαντάστηκα τον εαυτό μου να αποθεώνεται από τα πλήθη και να δίνει συνέντευξη. «Και πού αφιερώνεις αυτή την γκολάρα Παν;» «Στο Δήμαρχο Αθηναίων, που κρατάει την πόλη καθαρή.» Εκτός πλάκας, πάντως: Δεν θα 'ταν άσχημη ιδέα να εφοδιαστούν οι μπάλες στο μέλλον με ηχητικά συστήματα που θα παράγουν θορύβους, σαν αυτόν που έκανε χτες η γάτα, ανάλογα με την δύναμη του σουτ ή με τα φάλτσα του. Τα παιχνίδια του κουπονιού ήταν για τον πάτο του πηγαδιού, οπότε το τσαλάκωσα και το 'στειλα στο καλάθι με ταμπλό, παρακαλώ! Μιλάμε, αυτές τις μέρες δεν παίζομαι. Γράφω από παντού. Μόλις νύχτωσε αποφάσισα να βγω για δείπνο με τον εαυτό μου. Κλείνοντας την πόρτα άκουσα το τηλέφωνο. Ακόμα και λόρδος να με καλούσε δεν υπήρχε περίπτωση να απαντήσω. Προηγείτο η δική μου λόρδα.