ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΘΕΑΣ

ΤΟ ΜΑΤΙ ΤΗΣ ΘΕΑΣ

Συγγραφέας: ΤΣΑΒΑΡΙΑ ΝΤΑΝΙΕΛ
Μετάφραση: ΚΡΙΤΩΝ ΗΛΙΟΠΟΥΛΟΣ
Εκδόθηκε: 29/07/1999
ISBN: 960-7073-55-X
Σελίδες: 620

ΕΞΑΝΤΛΗΜΕΝΟ

βιβλια

Η ίντριγκα στην Αθήνα του πέμπτου π.Χ. αιώνα. Ο Περικλής στην εξουσία. Ένας περίεργος ιερέας που μιλάει άθλια ελληνικά εμφανίζεται στην πόλη. Οραματίζεται να ιδρύσει τη «Νέα Εκκλησία». Επιλέγει ως πρωθιέρειά του τη Λυσίλλα τη Μιλησία, την καλλίπυγο εταίρα με το ερωτικό λίκνισμα... Πέρα από το αστυνομικό αίνιγμα, ο Τσαβαρία παρασύρει τον αναγνώστη σε μια ιστορική περιπλάνηση ξετυλίγοντας μπροστά στα μάτια του έναν μυθικό και οικείο κόσμο, όπου ο Σωκράτης επινοεί τη μαιευτική του, ο Αλκιβιάδης νικά στους Ολυμπιακούς Αγώνες, ο Νικίας υποψιάζεται τον Περδίκκα, η Ασπασία επεμβαίνει με επιστολές, και οι θεοί του Ολύμπου μηχανορραφούν αφήνοντας ελεύθερο το πεδίο για την έλευση καινούργιων θεών. Το μάτι της θεάς τιμήθηκε με τα βραβεία PLANETA (Μεξικό, 1993) και FLAIANO (Ιταλία, 1998, βραβείο καλύτερου ξένου μυθιστορήματος).

1 Ένας νεαρός σκλάβος κόστιζε διακόσιες δραχμές. Ένας σκύλος μολοσσός, καλά εκπαιδευμένος, πεντακόσιες. Καλά εκπαιδευμένος ήταν ο μολοσσός που δάγκωνε στα πισινά και παρέδιδε το δραπέτη ζωντανό, δίχως να τον λιανίσει. Σύμφωνα με διάταγμα της Εκκλησίας του Δήμου, όποιος άφηνε ελεύθερους μολοσσούς στον αγρό του, σε απόσταση μικρότερη του ενός σταδίου από σημείο όπου περνούσαν άνθρωποι, πλήρωνε πρόστιμο δεκαπέντε δραχμές. Οι φύλακες της πόλης είχαν διαταγή να κατάσχουν κάθε μολοσσό που γυρνούσε αδέσποτος στους δρόμους της Αθήνας, όποιος κι αν ήταν ο αμελής αφέντης του. Ήταν σκυλιά τεμπέλικα, δύστροπα. Ούτε καν γάβγιζαν. Μόλις ξυπνούσαν, άρχιζαν κάτι ατέλειωτα χασμουρητά. Χασμουριόνταν ακόμη κι όταν περπατούσαν. Δεν ήταν λίγες οι φορές που η όψη τους και μόνο, έτσι με τα σαγόνια ορθάνοιχτα ως τον καταπιόνα, προκαλούσε πανικό και λιποθυμίες στο Άστυ. Τα πρόστιμα έπεφταν αυστηρά και αδιακρίτως. Μέχρι κι οι λύκοι φοβούνταν τον μολοσσό. Το αγρίμι αυτό μπορούσε να τους ξεκάνει με μια δαγκωματιά. Αν ο μολοσσός δεν κατάφερνε με την πρώτη να δαγκώσει το λαιμό του θύματος, τον άρπαζε από τα μούτρα, από το στήθος ή από την κοιλιά. Με τα δόντια τους καρφωμένα στο ψαχνό, με απαθέστατο βλέμμα, άρχιζαν να ουρλιάζουν από τη μύτη καν να τραβούν ώσπου να ξεκολλήσουν το μεζέ τους. Στα κορφοβούνια και τις ρεματιές της Μολοσσίας, πολλές φορές γκρεμοτσακίζονταν στα φαράγγια επειδή δεν εννοούσαν να αφήσουν από τα δόντια τους το χοντρό κυνήγι. Άλλοτε πάλι χάνονταν σ' ορμητικά ποτάμια. Οι βοσκοί τους έβρισκαν αργότερα, λέπια που επέπλεαν κατεβαίνοντας τα νερά του Αράχθου, με τα σαγόνια τους ακόμη σφιγμένα. Ήταν μεγαλύτεροι από τους λύκους και πολύ δυνατότεροι. Οι πίσω τραπεζίτες τους, που τους χρησιμοποιούσαν μόνο για να σκοτώνουν και ποτέ για να τρώνε, έκλειναν σαν τανάλιες. Έσφιγγαν τόσο που για να τις ξεκολλήσουν έπρεπε να κουνήσουν στο πλάι τις γνάθους, όπως τα βόδια όταν μουγκρίζουν. Με μια δαγκωματιά μπορούσαν να τσακίσουν τον καρπό ενός ανθρώπου. Στα χιόνια των βουνών όπου γεννιόνταν, οι μολοσσοί τριγυρνούσαν μονάχοι ή σε ζευγάρια, μα πιστοί πάντοτε στο σκόρπιο κοπάδι. Όταν ένας άρπαζε κάτι, οι σύντροφοι που άκουγαν το ουρλιαχτό του, έτρεχαν κατά κει. Σταματούσαν τα χασμουρητά τους για να λάβουν μέρος στο γλέντι ή στη μάχη. Για τούτο και οι λύκοι συμπατριώτες τους, παρόλο που γυρνούσαν κοπαδιαστά, έπαιρναν δρόμο ακόμη και στη θέα ενός μοναχικού μολοσσού. Στην Αθήνα εκπαίδευαν μολοσσούς για να κυνηγούν τους σκλάβους που δραπέτευαν. Τους άφηναν θεονήστικους ώσπου να πιάσουν το θύμα τους. Έπειτα τους μάθαιναν να παραιτούνται από τα πισινά του, μ' αντάλλαγμα συκώτια και καρδιές γουρουνιών ή κατσικιών. Ο αφέντης τα κουβαλούσε στο δισάκι του και τους τα έδινε χωρίς χρονοτριβή. Κάθονταν και τα καταβρόχθιζαν επί τόπου, ενώ οι άνθρωποι έπαιρναν σιδηροδέσμιο το φυγά. Μα από τον καιρό που μπήκαν στην υπηρεσία του Άστεως, οι μολοσσοί δεν είχαν γνωρίσει τέτοια πείνα όπως εκείνο το μήνα, τον Σκιροφοριώνα, όταν τους έβαλαν να κυνηγήσουν τον επαίτη της θεάς. 2 Η Σκόπελος και η Λυσίλλα έκαναν έρωτα τα απογεύματα, προτού αρχίσουν να έρχονται οι πελάτες. Μα τη νύχτα εκείνη, η Λυσίλλα γύρισε σπίτι με το γλυκοχάραμα, μπήκε στην κάμαρη της Σκοπέλου κρατώντας τα βαζάκια της γεμάτα αλοιφές κι αρώματα και, Ουφ! Ανάθεμα την ώρα που δέχτηκε να πάει με τον αυλό της στο σπίτι του Τιμάρχου, η Σκόπελος αρχίζει να τη γδύνει και η Λυσίλλα φέρνει τα χέρια στη μέση, αχ, αν ήξερε η Σκόπελος τι τράβηξε, πόσο απαίσια πέρασε, όμως πού να το φανταστεί ότι θα βρομοκοπούσε έτσι το στόμα του πρεσβευτή της Ακαρνανίας, μα τι σάπια η ανάσα του! Και η Σκόπελος να την ακούει χωρίς να πάψει να την πασπατεύει, από μακριά ο Ακαρνάνας φαινόταν καλοβαλμένος μα όταν σ' έπαιρνε η μπόχα από το μπεκρουλιάρικο λαχάνιασμα του, μπλιάχ, και η Λυσίλλα όρθια ακόμη, αλείφει τις μασχάλες της με λάδι μαστιχόδενδρου αρωματισμένο με μέντα, αφήνει τη Σκόπελο να της βγάλει τα βραχιόλια και το περιδέραιο, ο Ακαρνάνας της είχε προσφέρει στην αρχή διακόσιες δραχμές για τη βραδιά, και η Σκόπελος να της χαϊδεύει τη λεπτή μέση, να της βγάζει το πέπλο που μοσχομυρίζει λεβάντα, και ύστερα ανέβηκε στις διακόσιες πενήντα και η Σκόπελος στο λαιμό της, και μετά είπε τριακόσιες μα η Λυσίλλα είχε αρχίσει να παίζει μουσική, να χορεύει και τον κρατούσε σε απόσταση ενώ παρακαλούσε να προβάλλει η Ηώς, και ο μικρότερος Ακαρνάνας δεν καθόταν διόλου φρόνιμος και κάθε φορά που η Λυσίλλα περνούσε μπροστά από το κλινάρι του της χούφτωνε τα πισινά κι εκείνη παραπονιόταν στον Τίμαρχο, άμα συνέχιζαν να τη χουφτώνουν θα έπαιρνε τους αυλούς της και θα έφευγε, και ο πρεσβευτής προσέφερε τριακόσιες δραχμές, τύφλα στο μεθύσι, και η Σκόπελος την ακούει ενώ γονατίζει για να της ξεκουμπώσει μια πόρπη, φιλά τις τελειότερες καμπύλες των Αθηνών, και η Λυσίλλα θα του είχε πάρει μια περιουσία άμα δεν βρομούσε σαν πτώμα, άααχ, φαντάσου να τον φιλάς, μόνο με τη σκέψη της ερχόταν γεύση βόθρου στο στόμα, κι εκεί ναι, ναι, ναι, μα ας έκανε λιγάκι υπομονή και θα τα έβρισκαν στο τέλος, ωστόσο είχε σκοπό να τον παρατήσει με το πρώτο φως, και ο άλλος, ο αηδιαστικός, να μην εννοεί να της αφήσει τον κώλο σε ησυχία, την τσιμπολογούσε εδώ κι εκεί, να κοίτα, μπορούσε να δει η Σκόπελος το σημάδι, και τότε η Λυσίλλα μ' ένα ασημένιο κύπελλο του 'δώσε μια κατακούτελα, αμέσως άρχισε ο σαματάς και ο καβγάς, και ο Ευκλείδης, ο πυγμάχος, τον θυμόταν η Σκόπελος; Αυτός την υπερασπίστηκε ώσπου να έρθει ο Οτέπ με τον σκύλο, και τότε, ασφαλής πλέον, έβαλε να της πλύνουν τα πόδια, να τη ντύσουν και να την ποδέσουν, είχε φύγει χωρίς να πληρωθεί, αχ, όμως πού θα της πάει, ο Τίμαρχος θα της το πληρώσει διπλό που την έμπλεξε με βρομερούς αγροίκους, λες κι αυτή ήταν καμιά ψωροπουτάνα του δρόμου, και η Σκόπελος κατεβάζει το λυχνάρι χαμηλά για να μη φαίνονται οι δικές της ρυτίδες, το λυχνάρι να φωτίζει μονάχα τη ροδαλή επιδερμίδα της Λυσίλλας, και οι Ακαρνάνες φρενιασμένοι, ο Τίμαρχος να σκούζει, ο Ευκλείδης να την καλύπτει κι επιτέλους ο Οτέπ και τ' αλυχτίσματα του σκύλαρου την έσωσαν, ω, πόσο υπέφερε η Σκόπελος όταν η Λυσίλλα έμπλεκε σε περιπέτειες μακριά από το σπίτι, πόσο φοβόταν μια νέα κρίση της ασθένειας της σε μέρη όπου κανείς δεν θα βρισκόταν να της παρασταθεί, σ' εκείνη την πόλη όπου τα συμπόσια κατέληγαν σε γρονθοκοπήματα για τις γυναίκες, όμως αναγκαζόταν να την αφήνει, η μικρούλα της ήταν ιδιότροπη σαν το Αιγαίο Πέλαγος το φθινόπωρο, και για να την κρατήσει η Σκόπελος ανεχόταν όλες τις λόξες της, τις αποδράσεις, τις απιστίες και την περιφρόνηση που της έδειχνε, ωστόσο ύφαινε καθημερινά το δίχτυ του έρωτα για να μην πετάξει μακριά της το κοριτσάκι της, α, ποιον νομίζει η Σκόπελος πως είχε συναντήσει η Λυσίλλα στην οδό των Λιθοξόων; Τον Αλκιβιάδη, το γιο του Κλεινία, ναι, είχε περάσει από μπροστά της όλο χάρη πάνω στο λευκό του άτι, δίχως να την κοιτάξει, ναι, πάλι την περιφρόνησε, και κουβαλούσε μια γυναίκα στα καπούλια, στο κεφάλι του στεφάνι πλεγμένο με βιολέτες και στο κατόπι του τσούρμο οι θαυμαστές του, και την έπιασε η λύσσα να τον σαγηνεύσει και να τον ταπεινώσει, να τον προσφέρει τρόπαιο στην Αφροδίτη την Πάνδημο, τι γνώμη είχε η Σκόπελος; Δεν ήταν πράγματι η ιδέα της μια θεϊκή υπόδειξη; Μήπως της έδωσε την έμπνευση η ίδια η θεά; Τότε η Λυσίλλα έκαμε τον ιερό όρκο, με στόμα και χέρια, να τον κάνει θύμα της, προσφορά στη θεά και η Σκόπελος περίλυπη για την είδηση που μόλις άκουσε, ένα ρίγος τη διαπερνά ολάκερη, μα δεν τολμά να την αποπάρει για να μη θυμώσει, για να μην την ψυχράνει ετούτη τη χρυσοδάκτυλη αυγούλα που το κοριτσάκι της ήρθε στην αγκαλιά της με δική του πρωτοβουλία, την ακούει και τη χαϊδεύει, και μέχρι εκείνη τη στιγμή, ύστερα από αρκετούς μήνες συμβίωσης, η Σκόπελος δεν φοβόταν κανέναν ανταγωνιστή, μα ο Αλκιβιάδης ήταν ολοφάνερα ο ευνοούμενος του θεού Έρωτα, πολύ πιο επιδέξιος εραστής από μια γριά παλλακίδα, και όλη η πόλη το γνώριζε πως από παιδί τυραννούσε τους εραστές του, ξελόγιαζε άντρες και γυναίκες, αδύνατο να καταφέρει η Λυσίλλα να τον ταπεινώσει στην Αφροδίτη, το ήξερε καλά η Σκόπελος, στην πόλη δεν υπήρχε γυναίκα ικανή να τον πλανέψει, και στο τέλος η Λυσίλλα θα κατέληγε στα δίχτυα του, Ω, τολμηρή μικρούλα μου! Ανόητη και πεισματάρα! Πώς να της αποδείξει ότι ήταν ακόμη πολύ τρυφερή για να αντιμετωπίσει τέτοιο είρωνα, και στο συναγωνισμό θα έχανε και η Σκόπελος, ο Αλκιβιάδης ήταν δεκαοχτώ ετών και η Σκόπελος τριάντα πέντε, και η Λυσίλλα τώρα στο κρεβάτι, γυμνή, να χαϊδεύει τα στήθη της, να κλείνει τα μάτια, να ζητάει χάδια, ο Αλκιβιάδης ήταν ο ομορφότερος νέος της Πόλης, υπέροχα τα ξανθά μακριά μαλλιά του με τους βοστρύχους, ενώ η Σκόπελος κάλυπτε τη φαλάκρα της με περούκες, είχε κάλους στις άκρες των χειλιών, και η Λυσίλλα τώρα γυρισμένη μπρούμυτα, με σταυρωμένα και τεντωμένα πόδια, το πρόσωπο της στεφανωμένο με τα μπράτσα της, ω, τι στρογγυλά καπούλια! Ω, τα λυγερά νεύρα των τενόντων της! Ο Αλκιβιάδης ήταν Αθηναίος επιφανούς καταγωγής, ο ίδιος ο Περικλής ήταν κηδεμόνας του, και η Σκόπελος που δεν ήταν ούτε καν Αθηναία, να χαϊδεύει εκείνη τη μεσούλα που ίσως αύριο την έκανε δική του ο Αλκιβιάδης, και ύστερα από τρία χρόνια, όταν θ' αποκτούσε την κληρονομιά του Κλεινία και της Δεινομάχης, ο Αλκιβιάδης θα γινόταν πολύ πλουσιότερος από τη Σκόπελο, ήταν ευχάριστος, τολμηρός, νικητής στα Παναθήναια, ο χαϊδεμένος της Παλλάδας, γιος ενός ήρωα, φοβερός αντίπαλος, και η Λυσίλλα αποφασισμένη να μάθει λεπτομέρειες για τη ζωή του, να βάλει το σκλάβο της τον Οτέπ να παρακολουθήσει, άμα μάθει ότι ο Αλκιβιάδης έχει πάρει πρόσκληση για κάποιο συμπόσιο θα εμφανιστεί εκείνη καλλωπισμένη, στολισμένη με τα καλύτερα κοσμήματα της, μα η Σκόπελος δεν την ακούει πια, η μυρωδιά του ανθισμένου αιδοίου καλύπτει όλες τις αισθήσεις της, ας είναι τα φιλιά της να ερεθίσουν τις υπέροχες δονήσεις της μικρούλας της, και η Λυσίλλα σκέφτεται τον Αλκιβιάδη, και η Σκόπελος σκέφτεται την Καλλίπυγο Αφροδίτη στο ναό του Σόλωνα, μόνο τα δικά της κάλλη μπορούν να συγκριθούν με την τελειότητα των οπισθίων της γλυκιάς της, της κούκλας της, του έρωτά της, τη βλέπει τώρα να γυρίζει ανάσκελα χαμογελαστή, αξιέραστη, με ορθάνοιχτα τα πόδια, την καλεί ασθμαίνοντας, τα στήθη ορθωμένα, ω! Η Σκόπελος θα παλέψει σκληρά για χάρη της, θα βάλει όλη την τέχνη και την εμπειρία της, θα χρησιμοποιήσει το λόγο, το χρήμα, θα πληρώσει φάρμακα, στιλέτα, θα διακινδυνέψει τα πάντα για να την κρατήσει, ποτέ δεν θα επιτρέψει να της την πάρει ο Αλκιβιάδης, και τώρα τακτοποιεί καλύτερα την κοντή περούκα της που έχει το χρώμα του σαφρανιού, σφίγγει το λινό της Αμοργού που πιέζει τα ογκώδη στήθη της, έτοιμη να κάνει έρωτα στη Λυσίλλα από τη Μίλητο.

ΤΣΑΒΑΡΙΑ ΝΤΑΝΙΕΛ