€13.36 €14.84
Στο καλαθι βιβλιαΗ γυναίκα μου έδωσε το χέρι της. «Καθηγήτρια Σέλβα Γρανάδος.» «Εστέμπαν Μιρό. Με τι ασχολείστε;» ρώτησα. «Είμαι ειδικός στο έργο του Όμηρου Μπρόκα.» Έδειξε μεγάλη απογοήτευση όταν διαπίστωσε ότι εγώ δεν τον γνώριζα. «Είναι σπουδαίος συγγραφέας· πραγματική διάνοια, σπάνιο άτομο, παράξενος, ένας καταραμένος. Είμαστε μόνο τρεις οι κριτικοί που έχουμε ασχοληθεί με το έργο του.» Από το έργο του ιδιοφυούς συγγραφέα Όμηρου Μπρόκα απομένουν μόνον οι απειράριθμες παραλλαγές ενός και μόνον διηγήματος, αλλά υπάρχουν ενδείξεις πως στον τέταρτο όροφο του ετοιμόρροπου κτιρίου της Φιλολογικής Σχολής, μέσα σε τόνους εγκαταλελειμμένων εγγράφων, βρίσκονται κρυμμένα τα άγνωστα αριστουργήματά του. Ο αφηγητής Εστέμπαν Μιρό γνωρίζει τρεις κριτικούς λογοτεχνίας που διατρέχουν τους λαβυρινθώδεις διαδρόμους του μυστηριώδους τετάρτου ορόφου, και μάχονται μεταξύ τους για να διασφαλίσουν τον τίτλο τον μοναδικού ερμηνευτή του Μπρόκα. Τότε, η λογοτεχνική κριτική εξελίσσεται σε ιδιαιτέρως επικίνδυνη δραστηριότητα. Ο δρόμος που οδηγεί στον Μπρόκα αρχίζει να στρώνεται με πτώματα, και η ερμηνεία των εγκλημάτων θα ανήκει σε όποιον μπορέσει να διαβάσει πρώτος τα χαμένα χειρόγραφα του μυστηριώδους συγγραφέα.
Εισαγωγή Από το παλιό κτίριο της φιλοσοφικής σχολής απομένει μόνο ένα ερείπιο μ' έναν φύλακα στην πόρτα. Πολλά βιβλία έχουν ήδη μεταφερθεί στο υπόγειο της Κεντρικής Βιβλιοθήκης όπου, μέσα σε χαρτόκουτα και νάιλον σακούλες, περιμένουν να γίνει νέα ταξινόμηση. Κανείς δεν γνωρίζει πόσοι τόμοι χάθηκαν ή έμειναν θαμμένοι στα συντρίμμια. Πολύ σπάνια κάποιος ερευνητής τολμάει να χωθεί μέσα στο ερειπωμένο αρχοντικό για να περιπλανηθεί σε σκάλες αδιάβατες και διαδρόμους γεμάτους με μπάζα. Αν σκαρφαλώσεις από τα σχοινιά που κρέμονται μέσα στις τρύπες του ασανσέρ, μπορείς να φτάσεις στα διάφορα τμήματα της Σχολής. Την εποχή της καταστροφής λειτουργούσαν ακόμα οι έδρες της Αρχαίας Φιλοσοφίας, της Νευρογλωσσολογίας, των Νεκρών Γλωσσών, της Εθνικής Λογοτεχνίας και δυο-τρεις ακόμα που δεν τις θυμάμαι. Συντρίμμια έχει γίνει και το κεφάλι μου. Από τότε που συνέβη η καταστροφή μπήκα αρκετές φορές στο κτίριο για να ψάξω για τα χαρτιά που είναι το επίκεντρο της ιστορίας αυτής. Σήμερα ξαναήρθα, μα για άλλο λόγο. Αποφάσισα να γράψω τις πρώτες σελίδες της έκθεσης μου. Και μόνο εδώ, μέσα σ' ετούτα τα ερείπια, μπορώ να κάνω την αρχή. Όταν έφτασα παρέλαβα —όπως κάθε επισκέπτης— μία αναγνωριστική κάρτα (πράγμα εντελώς ανόητο, αφού μέσα στο κτίριο δεν υπάρχει κανένας για να σου ζητήσει άδεια και ταυτότητα), την καθιερωμένη προστατευτική μάσκα (ήταν της μόδας η θεωρία πως η σκόνη των βιβλίων βλάπτει σοβαρά την υγεία), κι ένα φακό, γιατί δεν υπάρχει ηλεκτρικό και σε πολλά σημεία του ερειπίου δεν φτάνει το φως της ημέρας. Υπέγραψα τα προβλεπόμενα έγγραφα, πέρασα τον προθάλαμο κι άρχισα την εξερεύνηση. Ενώ βάδιζα στους διαδρόμους έλεγα μέσα μου: «Δεν υπάρχει κανένας εδώ» μα συνεχώς νόμιζα πως άκουγα θορύβους πίσω από τα χαρτιά. Φαντάσματα γεννιούνται και μεγαλώνουν προστατευμένα πίσω από στήλες χαρτιού, μέσα σε σπήλαια και οχυρώσεις φτιαγμένες από χαμένα βιβλία, από έντυπα και έγραφα κάθε λογής, από λογιστικά κιτάπια κι από χιλιάδες μονογραφίες που στοίβαζαν οι φοιτητές επί οχτώ δεκαετίες. Ανέβηκα στο πρώτο πάτωμα σκαρφαλώνοντας στα απομεινάρια της κεντρικής σκάλας. Προς το δεύτερο όροφο δεν υπήρχε πρόσβαση. Περπάτησα ανάμεσα σε τοίχους από ξεβαμμένους φακέλους και σακούλες με μπάζα. Σ' αυτό το σημείο του κτιρίου η καταστροφή δείχνει να έχει κάποια τάξη. Τα μπάζα είναι τακτοποιημένα κατά ομάδες, εντελώς αυθαίρετα βέβαια. Σε τίποτα, όμως, δεν χρησιμεύει, αφού το κτίριο είναι εντελώς εγκαταλελειμμένο και κανένας δεν αναλαμβάνει να το επισκευάσει (πράγμα αδύνατον άλλωστε), ούτε να το κατεδαφίσει. Ωστόσο, οι ταμπελίτσες που έχουν τοποθετήσει, οι πολύχρωμες κορδέλες και οι μαύρες σακούλες δίνουν στα ερείπια μια εντύπωση λογικής τάξης. Ο φακός μου τρόμαξε ένα στρατό από κατσαρίδες. Κάπου ακούστηκε ένας θόρυβος, σαν να περπατάει κάποιος πάνω σε σπασμένα γυαλιά. Φοβήθηκα μήπως είναι κάποια από τις αιμοβόρες νυφίτσες που έφεραν οι αρχές από την Ινδία για να περιορίσουν τον πολλαπλασιασμό των αρουραίων. Η πόρτα του Ινστιτούτου Εθνικής Λογοτεχνίας ήταν ξεκλείδωτη. Έβαλα επάνω στο γραφείο την Αντεργουντ μοντέλο 1935. Ο ξερός ήχος των πλήκτρων είναι ο μοναδικός ανθρώπινος θόρυβος που ακούγεται τώρα ολόγυρα. Μου είναι επίπονο να γράψω. Πιστεύω ότι ποτέ δεν θα είχα καταφέρει να ξεπεράσω τους άπειρους δισταγμούς μου, αν δεν μου ανέθεταν οι ιθύνοντες της Σχολής να παρουσιάσω την άποψη μου για τα γεγονότα, με την υπόσχεση να δημοσιευτεί στο Δελτίο Ανθρωπιστικών Επιστημών, θα μου αφιερώσουν, είπαν, ένα ολόκληρο τεύχος, Πριν από μερικές μέρες επιχείρησα για πρώτη φορά να αφηγηθώ με λέξεις την περιπέτεια μου. Δεν κατάφερα να γράψω παρά ελάχιστες ακατανόητες αράδες. Δοκίμασα αρκετές φορές και σε διαφορετικές ώρες, δοκίμασα με τη γραφομηχανή ή με το χέρι, ώσπου ανακάλυψα ότι μονάχα εδώ μέσα θα μπορούσα ν' αρχίσω να γράφω την αλήθεια. Γι' αυτό ήρθα σε τούτο το μέρος με το ψύχος, τη σκόνη και το φόβο. Όταν του αφηγήθηκα την περιπλάνηση μου στα συντρίμμια, ο φίλος μου ο Γκρογκ μου είπε; «Τελικά, δεν είναι ο δολοφόνος που επιστρέφει στον τόπο του εγκλήματος, είναι οι επιζήσαντες.» Το Ινστιτούτο Πήγα να πιάσω δουλειά στη Σχολή μία βδομάδα αφού έκλεισα τα τριάντα μου. Το κτίριο του Μπάχο ήταν τότε ένα παράρτημα, σχεδόν εγκαταλελειμμένο. Κυκλωμένο από τράπεζες, ανταλλακτήρια συναλλάγματος και μπαρ για στελέχη επιχειρήσεων, το κτίριο έδειχνε ακόμα πιο άθλιο κι έρημο λόγω της αντίθεσης με τον πλούτο των γειτόνων του. Το κρατούσαν ακόμα μόνο για τα μαθήματα μουσικής (διέθετε μια αίθουσα συναυλιών, ένα πιάνο με ουρά και μια συλλογή με ντέφια), για τα ινστιτούτα και για τα μαθήματα των ανατολικών γλωσσών. Οι φοιτητές της σχολής σπανίως έρχονταν εδώ, και το κτίριο έμοιαζε μια σχολή απόντων. Κάποια έρευνα που διάβασα μ' έκανε να νιώσω τη δυσφορία που αισθάνεσαι όταν βλέπεις τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις σου σχετικά με την πνευματική παρακμή της νεολαίας μας να γίνονται πραγματικότητα. Αποκάλυπτε πως το εβδομήντα τοις εκατό των φοιτητών αγνοούσε την ύπαρξη του κτιρίου. Εγώ, αν δεχτούμε την άποψη της μητέρας μου, είχα περάσει κάπως όψιμα από την ταραχώδη περίοδο που προηγείται της απόκτησης ενός πανεπιστημιακού τίτλου. Στα τριάντα μου χρόνια, έχοντας επιτέλους μία πολύτιμη περγαμηνή στα χέρια μου, ένιωσα πως η πρώτη μου νεότητα είχε οριστικά τελειώσει και με περίμενε αμείλικτη η ωριμότητα, η οποία απαιτούσε από εμένα μία σύζυγο κι ένα επάγγελμα. Όταν ήμουν μικρός έβλεπα στον ύπνο μου εφιάλτες όπου με υποχρέωναν να δουλέψω σε μια φάμπρικα, σ' ένα ξυλουργείο ή στην οικοδομή. Κι απέφευγα επιμελώς τη στιγμή της εισόδου μου σ' αυτό που λένε αγορά εργασίας. Οι υλικές μου ανάγκες ήταν καλυμμένες. Ζούσα με τη μητέρα μου σε ένα σπιτάκι ασκητικό μα βολικό, που το διατηρούσαμε χάρη στη σύνταξη της ως εκπαιδευτικού. Εισπράτταμε και μερικά ενοίκια από κάποια περιουσία που μας άφησε ο πατέρας μου. Μα εγώ ήθελα να φύγω από εκεί, και για να το κάνω έπρεπε να βρω μια δουλειά. Γι’ αυτό ζήτησα τη βοήθεια της χωρίς όμως να της αποκαλύψω το δεύτερο μέρος του σχεδίου μου. Οφείλω να αναφέρω το πλήρες όνομα της μητέρας μου, διότι στον εκπαιδευτικό χώρο είναι αρκετά γνωστή. Μιλώ για την καθηγήτρια Εστέλα Κοράλες δε Μιρό, που το όνομα της φιγουράρει στο εξώφυλλο ενός Εγχειριδίου της Ισπανικής για την τρίτη τάξη και ενός Εγχειριδίου του φοιτητή στο Μπουένος Άιρες. Ως διευθύντρια του σχολείου, απεχθανόταν τη δημαγωγία, θυμάμαι ακόμα τις νυχτερινές επιδρομές των δυσαρεστημένων μαθητών της που πετούσαν πέτρες στα παράθυρα μας. Τίποτα απ' αυτά δεν την απομάκρυνε από το δρόμο που είχε χαράξει στη ζωή της. Γι' αυτό, όταν μου υποσχέθηκε πως θα μου έβρισκε μια δουλειά στη Σχολή, ήμουν βέβαιος πως θα το έκανε. Σ' όλα αυτά τα χρόνια που εργάστηκε ως υπάλληλος του υπουργείου Παιδείας, η μητέρα μου απόκτησε πολλούς φίλους. Ένας από τους φίλους της ήταν και ο καθηγητής Εμιλιάνο Κοντέ, ο διευθυντής του Ινστιτούτου Εθνικής Λογοτεχνίας και μέλος της Ακαδημίας Γραμμάτων. Μίλησα τηλεφωνικώς μαζί του και μου έκλεισε ραντεβού ένα πρωί στα τέλη του Απρίλη, στο ινστιτούτο. Πήγα στην πρώτη μου συνέντευξη φορώντας τη μοναδική μου γραβάτα κι ένα κοστούμι που είχα κληρονομήσει από τον πατέρα μου και μου έπεφτε λίγο φαρδύ. Με υποδέχτηκε η βιβλιοθηκάριος του ινστιτούτου, μια κοπέλα λίγο χλομή με χοντρά γυαλιά. Μου είπε πως ο κύριος Κοντέ είχε τηλεφωνήσει για να ζητήσει συγνώμη· θα με περίμενε πάλι μετά από τρεις ημέρες. Ξαναφόρεσα το κουστούμι, τη γραβάτα και τα λουστρίνια, αλλά πάλι δεν εμφανίστηκε ο κύριος Κοντέ. «Στην πραγματικότητα δεν έρχεται ποτέ» είπε η βιβλιοθηκάριος. «Έχω πολύ καιρό να τον δω. Κάπου κάπου τηλεφωνεί ή στέλνει έναν κλητήρα της Ακαδημίας να παραλάβει την αλληλογραφία του. Ούτε καν αφήνει το κλειδί του γραφείου του, που βρίσκεται εκεί στο βάθος. Έχει μήνες να σκουπιστεί και ν' αεριστεί.» Στην τρίτη μου επίσκεψη στο ινστιτούτο, η βιβλιοθηκάριος —ονόματι Σέλια—, μου είπε ότι ο Κοντέ της ανακοίνωσε πως η θέση ήταν δική μου. «Μα ούτε καν με γνωρίζει...» «Δεν έχει σημασία. Σίγουρα θα είδε το βιογραφικό σου. Την σήμερον ημέρα, ένα καλό βιογραφικό είναι σπουδαίο όπλο.» Δεν ήμουν βέβαιος πως ένα βιογραφικό ήταν σπουδαίο όπλο. Αντιθέτως, ήμουν σίγουρος πως η μάνα μου ήταν κάτι σαν τον Κόκκινο Στρατό. Η πιο επίφοβη στιγμή είχε έρθει. Είχα μια δουλειά. Η Σέλια μου έδωσε κάτι έγγραφα να υπογράψω, με πήγε σ' ένα γραφείο στο ισόγειο για να συμπληρώσω κάτι έντυπα και μετά μου έδειξε την κουζίνα στο τέλος του διαδρόμου. Στην επιστροφή, μου εξήγησε πώς λειτουργούσαν οι αρχειοθήκες. «Πρέπει να είσαι πολύ προσεκτικός με τις καρτέλες. Ο κύριος Κοντέ επιμένει πως κάθε νέο βιβλίο πρέπει να μπαίνει στον κατάλογο μαζί με μία σύντομη περίληψη.» «Έρχονται πολλά;» «Κανένα. Αλλά για κάθε ενδεχόμενο...» Το Ινστιτούτο Εθνικής Λογοτεχνίας αποτελούνταν από τέσσερις αίθουσες. Την αίθουσα υποδοχής και ανάγνωσης, το δεύτερο αναγνωστήριο, την αίθουσα στο βάθος που προοριζόταν για τους μελετητές που ασχολούνταν με ένα συγκεκριμένο θέμα και τέλος, το μονίμως κλειστό γραφείο του καθηγητή Κοντέ. Η Σέλια ονόμαζε τους χώρους αυτούς «Υποδοχή, Δεύτερη αίθουσα, Κρησφύγετο και Κρύπτη». Η τοποθέτηση των αναγνωστών στις διάφορες αίθουσες γινόταν με αυστηρή ιεραρχία. Στην Υποδοχή εργάζονταν οι άγνωστοι φοιτητές, στη δεύτερη αίθουσα οι θαμώνες και οι έμπιστοι, στην τρίτη αίθουσα οι ειδικοί και στην τέταρτη κανένας, εκτός από τον ίδιο τον Κοντέ, σπανίως. Την πρώτη εβδομάδα ασχολήθηκα με την τακτοποίηση ενός αρχείου που ήταν γεμάτο με διαλυμένες φυλλάδες του περασμένου αιώνα. Ύστερα καταπιάστηκα με μερικά περιοδικά της δεκαετίας του είκοσι και αντικατέστησα κάτι παμπάλαιες καρτέλες που διαλύονταν μόλις τις έπιανες. Την Παρασκευή η Σέλια μου ανακοίνωσε πως μου είχαν αναθέσει άλλη, καλύτερη δουλειά: Στο εξής, όλο το Ινστιτούτο θα ήταν μόνο δικό μου. Στα μάτια της διέκρινες ένα βλέμμα γεμάτο συμπάθεια, με κοίταζε όπως σε κοιτάζουν όσοι φεύγουν για ένα καλύτερο μέλλον. Οταν η Σέλια έφυγε, δεν ήταν ανάγκη πια να κάνω τίποτα. Το ωράριο μου ήταν από Δευτέρα ως Παρασκευή, τέσσερις με οχτώ το βράδυ. Αφιέρωνα τις τέσσερις εκείνες ώρες της ημέρας μου για να ξεφυλλίζω τις αστυνομικές στήλες των εφημερίδων, για να διαβάζω μυθιστορήματα ή να λύνω σταυρόλεξα. Κάπου κάπου κοίταζα στη βιβλιοθήκη να βρω στοιχεία για τη διδακτορική διατριβή μου. Ήταν η βιογραφία του ποιητή και ψυχίατρου Ένζο Τάτσι, που υπήρξε επί σαράντα χρόνια γιατρός του Ασύλου της Πρόνοιας. Ο Τάτσι κρατούσε σημειώσεις από τα λόγια των τρελών με ένα σύστημα στενογραφίας που είχε ο ίδιος επινοήσει. Επίσης τριγυρνούσε στις φυλακές, έκανε ερωτήσεις στους δολοφόνους και μελετούσε το σχήμα του κρανίου τους. Συγκέντρωσε χιλιάδες καρτέλες γεμάτες με μικροσκοπικά σύμβολα. Είχα καταφέρει να βγάλω φωτοτυπίες από μερικές τέτοιες καρτέλες, που τις μετάφραζα με μεγάλη υπομονή. Επειδή άλλαζε συνέχεια το σύστημα με το οποίο κρατούσε τις σημειώσεις του, η δουλειά προχωρούσε με υπερβολική βραδύτητα. Καμιά φορά κάποιος χτυπούσε την πόρτα. Εγώ περίμενα να δω τον καθηγητή Κοντέ, μα έρχονταν μόνο φοιτητές που έψαχναν βιβλία που δεν μπορούσαν να βρουν πουθενά αλλού. Ένα απόγευμα, ενώ ετοιμαζόμουν να την κοπανήσω αρκετή ώρα νωρίτερα από το κανονικό μου ωράριο —όπως έκανα συνήθως— μπήκε στο ινστιτούτο μια γυναίκα ψηλή, χλομή, ντυμένη μ' ένα πράσινο φορεματάκι. Από το λαιμό της κρεμόταν ένα χρυσό μενταγιόν με μια αιγυπτιακή μορφή. «Η Σέλια;» με ρώτησε με δυνατή φωνή, δίχως να χαιρετήσει. «Δεν δουλεύει πια εδώ. Έφυγε οριστικά» δήλωσα με μεγάλη μου χαρά επειδή μπορούσα να της δώσω μια οριστική και τελεσίδικα αρνητική απάντηση. «Αχ, θέλω να πεθάνω.» Έπεσε πάνω σε μια καρέκλα με βλέμμα χαμένο. «Εσείς είστε ο νέος βιβλιοθηκάριος;» ρώτησε σε λίγο, αφού της πέρασε κάπως η απελπισία. «Ναι.» «Σας έχει ενημερώσει η Σέλια σχετικά με την υπόθεσή μου;» «Όχι.» «Καλά, δεν πειράζει. Άνοιξέ μου το Κρησφύγετο. Αυτήν την εβδομάδα πρέπει να δουλέψω.» Μου μίλησε απότομα στον ενικό. Δεν ξέρω αν ήταν για να μου δώσει διαταγή ή επειδή θεώρησε πως είχαμε πια αποκτήσει αρκετή οικειότητα. «Δεν έχεις το κλειδί του γραφείου του Κοντέ;» «Όχι. Κι ούτε η Σέλια το είχε.» «Κρίμα. Γιατί ο Κοντέ μ' αφήνει να μπαίνω. Είμαστε φίλοι εδώ και πάρα πολλά χρόνια.» . Της άνοιξα την πόρτα του Κρησφύγετου. Η γυναίκα μου έδωσε το χέρι της. «Καθηγήτρια Σέλβα Γρανάδος.» «Εστέμπαν Μιρό.» Έπιασε να βγάζει χαρτιά μέσα από νάιλον σακούλες ώσπου γέμισε όλο το τραπέζι. «Με τι ασχολείστε;» ρώτησα. «Είμαι ειδικός στο έργο του Όμηρου Μπρόκα.» Έδειξε μεγάλη απογοήτευση όταν διαπίστωσε ότι εγώ δεν τον γνώριζα. «Είναι σπουδαίος συγγραφέας· πραγματική διάνοια· σπάνιο άτομο· παράξενος- ένας καταραμένος. Είμαστε μόνο τρεις οι κριτικοί που έχουμε ασχοληθεί με το έργο του. Ο ένας είναι ο καθηγητής Κοντέ, η άλλη είμαι εγώ.» «Και ο τρίτος;» «Ένας ερασιτέχνης. Σίγουρα δεν σας έχει πει τίποτα ο Κοντέ σχετικά με τον Μπρόκα;» «Όχι.» «Μα δεν είναι δυνατόν...» «Δεν έχω δει ποτέ τον Κοντέ. Έπιασα δουλειά εδώ πριν από λίγο καιρό.» Όση ώρα η Σέλβα Γρανάδος έμεινε κλεισμένη μέσα στο κρησφύγετο την άκουγα να μιλάει μόνη της. Όταν βγήκε μου ζήτησε ένα βιβλίο από τη βιβλιοθήκη για να το μελετήσει στο σπίτι της. Μόλις της το έδωσα έφυγε, χωρίς να βλέπει πού πατάει. Πίσω της άφηνε μια πνοή θλίψης και γκρεμισμένες καρέκλες.